μογιλάλος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(25)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[μογιλάλος]], -ον)<br />αυτός που μιλά με [[δυσκολία]], [[τραυλός]], [[βραδύγλωσσος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βουβός]], [[άλαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. [[μόγις]] «[[μόλις]], [[μετά]] βίας» <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]] (<span style="color: red;"><</span> λαλῶ)].
|mltxt=-α, -ο (Α [[μογιλάλος]], -ον)<br />αυτός που μιλά με [[δυσκολία]], [[τραυλός]], [[βραδύγλωσσος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βουβός]], [[άλαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. [[μόγις]] «[[μόλις]], [[μετά]] βίας» <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]] (<span style="color: red;"><</span> λαλῶ)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μογῐλάλος:''' -ον, αυτός που [[μόλις]] μπορεί και μιλάει, [[βουβός]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μογῐλάλος Medium diacritics: μογιλάλος Low diacritics: μογιλάλος Capitals: ΜΟΓΙΛΑΛΟΣ
Transliteration A: mogilálos Transliteration B: mogilalos Transliteration C: mogilalos Beta Code: mogila/los

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (μόγις, λαλέω)

   A having an impediment in one's speech, LXXIs.35.6, Ev.Marc.7.32, Ptol.Tetr.150, Vett.Val.73.12, Aët. 8.38.

German (Pape)

[Seite 196] schwer redend, sprechend, mit schwerer Zunge, N. T. Bei den LXX, auch = stumm.

Greek (Liddell-Scott)

μογῐλάλος: -ον, ὁ μόλις λαλῶν, Α. Β. 100· βωβός, ἄλαλος, Ἑβδ. (Ἰησ. ΛΕ΄, 6,) Καιν. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui parle difficilement, qui bégaie;
2 muet.
Étymologie: μόγις, λαλέω.

English (Strong)

from μόγις and λαλέω; hardly talking, i.e. dumb (tongue-tied): having an impediment in his speech.

English (Thayer)

(μογιλάλος) (on its accent cf. Tdf. Proleg., p. 101), μογιλάλον (μόγις and λάλος), speaking with difficulty (A. V. having an impediment in his speech): Tr text). (Aët. 8,38; Schol. ad Lucian, Jov. trag. c. 27; Bekker, Anecd., p. 100,22; the Sept. for אִלֵּם, dumb, Isaiah 35:6.)

Greek Monolingual

-α, -ο (Α μογιλάλος, -ον)
αυτός που μιλά με δυσκολία, τραυλός, βραδύγλωσσος
αρχ.
βουβός, άλαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. μόγις «μόλις, μετά βίας» + λάλος (< λαλῶ)].

Greek Monotonic

μογῐλάλος: -ον, αυτός που μόλις μπορεί και μιλάει, βουβός, σε Καινή Διαθήκη