μωρολογία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(26)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μωρολογία]]) [[μωρολογώ]]<br />[[ανόητος]] [[λόγος]], ανοητολογία [[κουταμάρα]] («τὰ δὲ μεγάλα καὶ ἐπανεστηκότα μωρολογίας καὶ ἀδολεσχίας», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=η (ΑΜ [[μωρολογία]]) [[μωρολογώ]]<br />[[ανόητος]] [[λόγος]], ανοητολογία [[κουταμάρα]] («τὰ δὲ μεγάλα καὶ ἐπανεστηκότα μωρολογίας καὶ ἀδολεσχίας», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μωρολογία:''' ἡ, ανόητη [[ομιλία]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωρολογία Medium diacritics: μωρολογία Low diacritics: μωρολογία Capitals: ΜΩΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: mōrología Transliteration B: mōrologia Transliteration C: morologia Beta Code: mwrologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A silly talk, Arist.HA492b2, Ep.Eph.5.4, Plu.2.504b, S.E.M.1.174.

German (Pape)

[Seite 226] ἡ, das Einfältig-, Thörichtreden; Arist. H. A. 1, 11; N. T. u. sonst bei Sp., wie Plut. de garrul. 4; S. Emp. adv. gramm. 174.

Greek (Liddell-Scott)

μωρολογία: ἡ, μωρὰ ὁμιλία, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 5, Πλούτ. 2. 504Β, Κ. Δ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sottise de celui qui tient un langage insensé.
Étymologie: μωρολόγος.

English (Strong)

from a compound of μωρός and λέγω; silly talk, i.e. buffoonery: foolish talking.

English (Thayer)

μωρολογιας, ἡ (μωρολόγος), (stultiloquium, Plautus, Vulg.), foolish talking: Aristotle, h. a. 1,11; Pint. mor., p. 504b.) (Cf. Trench, N. T. Synonyms, § xxxiv.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ μωρολογία) μωρολογώ
ανόητος λόγος, ανοητολογία κουταμάρα («τὰ δὲ μεγάλα καὶ ἐπανεστηκότα μωρολογίας καὶ ἀδολεσχίας», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

μωρολογία: ἡ, ανόητη ομιλία, σε Καινή Διαθήκη