νασμός: Difference between revisions
From LSJ
Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νασμός]], ὁ (Α)<br />ροή, [[ρους]], [[ρεύμα]], [[ρυάκι]], [[πηγή]] («τί δὲ κρηναίων νασμῶν ἔρασαι;», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ναF</i>-[[εσμός]] <span style="color: red;"><</span> <i>νάω</i> «ρέω»]. | |mltxt=[[νασμός]], ὁ (Α)<br />ροή, [[ρους]], [[ρεύμα]], [[ρυάκι]], [[πηγή]] («τί δὲ κρηναίων νασμῶν ἔρασαι;», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ναF</i>-[[εσμός]] <span style="color: red;"><</span> <i>νάω</i> «ρέω»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νασμός:''' ὁ ([[νάω]]), [[ρεύμα]] νερού που κυλά, [[ρυάκι]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, (νάω)
A flowing: stream, spring, E.Hipp. 225 (anap.), 653; φοινισσομένην αἵματι... νασμῷ μελαναυγεῖ Id.Hec. 153 (anap.); εὐδρόσοισι Κασταλίας ν. Aristonous 1.43.
German (Pape)
[Seite 230] ὁ, das Fließen, der Quell; τί δὲ κρηναίων νασμῶν ἔρασαι, Eur. Hipp. 225, vgl. 653; νασμῷ μελαναυγεῖ, Hec. 154; Antp. Sid. 23 (VI, 287).
Greek (Liddell-Scott)
νασμός: ὁ, (νάω) ῥεῦμα, ῥύαξ, πηγή, Εὐρ. Ἱππ. 225, 653· φοινισσομένην αἵματι..., νασμῷ μελαναυγεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 154.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
courant d’eau, source, ruisseau.
Étymologie: ναίω.
Greek Monolingual
νασμός, ὁ (Α)
ροή, ρους, ρεύμα, ρυάκι, πηγή («τί δὲ κρηναίων νασμῶν ἔρασαι;», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναF-εσμός < νάω «ρέω»].