μοχλεύω: Difference between revisions
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[μοχλεύω]], Α ιων. και επικ. τ. [[μοχλέω]]) [[μοχλός]]<br />[[μετακινώ]], [[μετατοπίζω]] ή [[ανυψώνω]] [[κάτι]] με τη [[βοήθεια]] μοχλού<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αναμοχλεύω]], [[αναζωπυρώνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[μηχανορραφώ]], [[υποκινώ]], [[προξενώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλείνω]], [[μανταλώνω]], [[αμπαρώνω]]. | |mltxt=(ΑΜ [[μοχλεύω]], Α ιων. και επικ. τ. [[μοχλέω]]) [[μοχλός]]<br />[[μετακινώ]], [[μετατοπίζω]] ή [[ανυψώνω]] [[κάτι]] με τη [[βοήθεια]] μοχλού<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αναμοχλεύω]], [[αναζωπυρώνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[μηχανορραφώ]], [[υποκινώ]], [[προξενώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλείνω]], [[μανταλώνω]], [[αμπαρώνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μοχλεύω:''' ([[μοχλός]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[ανασηκώνω]], [[ανυψώνω]] [[κάτι]] με τη [[βοήθεια]] μοχλού, σε Ηρόδ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
(μοχλός)
A prise up, heave, or wrench by a lever, [στέγην] Hdt.2.175; θύρετρα, πέτρους, E.HF999, Cyc.240; πέτρας Pl.Com. 67; θύρας Antiph.195.6; μόχλευσιν μοχλῷ μ. Hp.Art.74:—Pass., Arist.Mech.853a38. 2 metaph., Porph.Chr.55:—in Med., contrive, 'engineer', μηδὲν μ. κατά τινων ἄδικον J.AJ5.1.16:—Pass., of disease, to be dislodged, removed, Aret.CD1.2.
German (Pape)
[Seite 212] mit dem Hebel fortbewegen, fortheben, θύρετρα, πέτρους, Eur. Herc. Fur. 999 Cycl. 239; übh. schwere Lasten heben u. fortbewegen, Her. 1, 175 u. in sp. Prosa, wie Plut. Demetr. 40; auch übertr., wie moliri, unternehmen, im med., Ioseph. – Bei den Medic. = mit der Hebemaschine einrenken; aber Plut. Symp. 3, 6, 2 scheint es = ausrenken zu sein. – Auch = μοχλόω.
Greek (Liddell-Scott)
μοχλεύω: (μοχλὸς) ἀναμοχλεύω, ἀνυψώνω ἢ μετακινῶ διὰ μοχλοῦ τὴν στέγην Ἡρόδ. 2. 175· θύρετρα, πέτρους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 999, Κύκλ. 240· θύραν Ἀντιφ. ἐν «Προγ.» 1. 6 μοχλεύειν μόχλευσιν μοχλῷ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836· - Μέσ., ἀναλαμβάνω, τι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 1, 16. ΙΙ. = μοχλόω, Ἰω. Χρυσ.
French (Bailly abrégé)
remuer ou déplacer avec un levier.
Étymologie: μοχλός.
Greek Monolingual
(ΑΜ μοχλεύω, Α ιων. και επικ. τ. μοχλέω) μοχλός
μετακινώ, μετατοπίζω ή ανυψώνω κάτι με τη βοήθεια μοχλού
νεοελλ.-μσν.
μτφ. αναμοχλεύω, αναζωπυρώνω
μσν.-αρχ.
μτφ. μηχανορραφώ, υποκινώ, προξενώ
αρχ.
κλείνω, μανταλώνω, αμπαρώνω.
Greek Monotonic
μοχλεύω: (μοχλός), μέλ. -σω, ανασηκώνω, ανυψώνω κάτι με τη βοήθεια μοχλού, σε Ηρόδ., Ευρ.