νεόκμητος: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεόκμητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα<br /><b>2.</b> αυτός που δολοφονήθηκε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κμητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κμητος</i>]. | |mltxt=[[νεόκμητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα<br /><b>2.</b> αυτός που δολοφονήθηκε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κμητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κμητος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεόκμητος:''' -ον ([[κάμνω]]), αυτός που πρόσφατα έγινε [[αντικείμενο]] επεξεργασίας· αυτός που φονεύτηκε [[πριν]] λίγο, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (κάμνω)
A newly wrought, Nic.Th.498. II just slain, v.l. for νεόδμητος, E.Rh.887 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 242] neu, frisch gearbeitet, gemacht, Nic. Ther. 498. S. auch νεόδμητος.
Greek (Liddell-Scott)
νεόκμητος: -ον, (κάμνω) ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, Νικ. Θηρ. 489. ΙΙ. ὁ πρὸ μικροῦ φονευθείς, σφαγείς, Εὐρ. Ρῆσ. 887.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 récemment travaillé ; récent;
2 qui vient d’être tué.
Étymologie: νέος, κάμνω.
Greek Monolingual
νεόκμητος, -ον (Α)
1. αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα
2. αυτός που δολοφονήθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κμητος (< κάμνω), πρβλ. πολύ-κμητος].
Greek Monotonic
νεόκμητος: -ον (κάμνω), αυτός που πρόσφατα έγινε αντικείμενο επεξεργασίας· αυτός που φονεύτηκε πριν λίγο, σε Ευρ.