ὁδοιπόρος: Difference between revisions
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(28) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ὁδοιπόρος]])<br /><b>1.</b> αυτός που διανύει [[πεζός]] μια [[απόσταση]], αυτός που κάνει [[οδοιπορία]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[ασθενής]] και [[οδοιπόρος]] αμαρτίαν ουκ έχει<br />λέγεται για να δηλώσει ότι η [[παράβαση]] τών κανόνων της νηστείας στους ασθενείς και στους οδοιπόρους συγχωρείται<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνταξιδιώτης]] («ὅς μοι τοιόνδ' ἦκεν ὁδοιπόρον ἀντιβολῆσαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁδοῖ</i>, τοπική του ουσ. [[ὁδός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>νυκτι</i>-[[πόρος]]. Η [[χρησιμοποίηση]] της τοπικής [[αντί]] της ονομαστικής στο α' συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους [[προς]] [[αποφυγή]] τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών]. | |mltxt=ο (Α [[ὁδοιπόρος]])<br /><b>1.</b> αυτός που διανύει [[πεζός]] μια [[απόσταση]], αυτός που κάνει [[οδοιπορία]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[ασθενής]] και [[οδοιπόρος]] αμαρτίαν ουκ έχει<br />λέγεται για να δηλώσει ότι η [[παράβαση]] τών κανόνων της νηστείας στους ασθενείς και στους οδοιπόρους συγχωρείται<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνταξιδιώτης]] («ὅς μοι τοιόνδ' ἦκεν ὁδοιπόρον ἀντιβολῆσαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁδοῖ</i>, τοπική του ουσ. [[ὁδός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>νυκτι</i>-[[πόρος]]. Η [[χρησιμοποίηση]] της τοπικής [[αντί]] της ονομαστικής στο α' συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους [[προς]] [[αποφυγή]] τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁδοιπόρος:''' ὁ, περιπλανώμενος, [[διαβάτης]], [[ταξιδιώτης]], σε Αισχύλ., Σοφ., Αριστοφ.· στην Ομήρ. Ιλ., [[συνοδοιπόρος]] στο [[ταξίδι]] ή [[οδηγός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A wayfarer, traveller, Il.24.375, A.Ag.901, S.OT 292, Ar.Ach.205, Stratt.61, IG42(1).121.83 (Epid., iv B. C.). (From ὁδός, πείρω, cf. πεῖρε κέλευθον Od.2.434.)
German (Pape)
[Seite 293] einen Weg machend, reisend, der Reisende; Il. 24, 375, ὅς μοι τοιόνδ' ἧκεν ὁδοιπόρον, ist es = Reisegefährte od. Wegweiser; ὁδοιπόρῳ διψῶντι πηγαῖον ῥέος, Aesch. Ag. 901; Soph. O. R. 292; Ar. Ach. 205; Sp., auch in Prosa, wie Plut. Ant. 62 Luc. Iov. conf. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδοιπόρος: ὁ, «ταξιδιώτης», Αἰσχύλ. Ἀγ. 201, Σοφ. Ο. Τ. 292, Ἀριστοφ. Ἀχ. 205· - ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Ω. 375, συνοδοιπόρος ἢ ὁδηγός. - Ἡ δευτέρα συλλαβὴ ἐμηκύνθη ὡς ἐν τοῖς ὁδοιπλανέω, ὀλοοίτροχος ἢ ὀλοίτροχος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 voyageur, particul. à pied;
2 guide.
Étymologie: ὁδός, πορεύομαι.
English (Slater)
ὁδοιπόρος ?
1 traveller μελικτὰς ὁδοιπόρους θαλάσσας (Meineke, Alberti: μέλιγγας ὄλοιτο παῖς Hesych.) ?fr. 340.
Greek Monolingual
ο (Α ὁδοιπόρος)
1. αυτός που διανύει πεζός μια απόσταση, αυτός που κάνει οδοιπορία
2. παροιμ. φρ. «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει
λέγεται για να δηλώσει ότι η παράβαση τών κανόνων της νηστείας στους ασθενείς και στους οδοιπόρους συγχωρείται
αρχ.
συνταξιδιώτης («ὅς μοι τοιόνδ' ἦκεν ὁδοιπόρον ἀντιβολῆσαι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική του ουσ. ὁδός + -πόρος (< πόρος), πρβλ. νυκτι-πόρος. Η χρησιμοποίηση της τοπικής αντί της ονομαστικής στο α' συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].
Greek Monotonic
ὁδοιπόρος: ὁ, περιπλανώμενος, διαβάτης, ταξιδιώτης, σε Αισχύλ., Σοφ., Αριστοφ.· στην Ομήρ. Ιλ., συνοδοιπόρος στο ταξίδι ή οδηγός.