ὅμαυλος: Difference between revisions
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />dont la flûte est à l’unisson ; <i>fig.</i> qui est en harmonie.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[αὐλός]]. | |btext=ος, ον :<br />dont la flûte est à l’unisson ; <i>fig.</i> qui est en harmonie.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[αὐλός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὅμαυλος:''' -ον ([[αὐλή]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[συγκάτοικος]],<br /><b class="num">II.</b> ([[αὐλός]]) αυτός που συνηχεί ή βρίσκεται σε [[συμφωνία]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (αὐλή)
A living together, companion, θεῶν ὅμαυλοι POxy.1083 Fr.1.8 (Satyric drama), cf. Hsch., Phot. 2 neighbouring, τὴν ὅ. χθόνα S.Fr.24.5. II (αὐλός) playing together on the flute, sounding together in concert, γῆρας Id.OT 187 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 329] 1) zusammenwohnend, bes. Gatte, Gattinn (?). – 2) (αὐλός), zusammenflötend, d. i. zusammenstimmend, einstimmig, παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσά τε γῆρυς ὅμαυλος, Soph. O. R. 187, Schol. ὁμόφωνος.
Greek (Liddell-Scott)
ὅμαυλος: -ον, (αὐλή), ὁμοῦ αὐλιζόμενος, ὁμόκοιτος, Ἡσύχ., Φώτ.· - γειτνιάζων, γείτων, τὴν ὅμ. χθόνα Σοφ. (Ἀποσπ. 19) παρὰ Στράβ., ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. ἀντὶ ὅμαυδον. ΙΙ. (αὐλὸς) ὁμοῦ ἠχῶν, στονόεσσά τε γῆρυς ὅμαυλος ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 187.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la flûte est à l’unisson ; fig. qui est en harmonie.
Étymologie: ὁμός, αὐλός.
Greek Monotonic
ὅμαυλος: -ον (αὐλή),·
I. συγκάτοικος,
II. (αὐλός) αυτός που συνηχεί ή βρίσκεται σε συμφωνία, σε Σοφ.