οἰνήρυσις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰνήρυσις]], ἡ (Α)<br />[[αγγείο]], για [[άντληση]] οίνου («[[φέρε]] τὴν οἰνήρυσιν ἵν' [[οἶνον]] [[ἐγχέω]] λαβὼν ἐς τοὺς χόας», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἄρυσις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀρύω]] «[[αντλώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ζωμ</i>-<i>ήρυσις</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=[[οἰνήρυσις]], ἡ (Α)<br />[[αγγείο]], για [[άντληση]] οίνου («[[φέρε]] τὴν οἰνήρυσιν ἵν' [[οἶνον]] [[ἐγχέω]] λαβὼν ἐς τοὺς χόας», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἄρυσις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀρύω]] «[[αντλώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ζωμ</i>-<i>ήρυσις</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰνήρῠσις:''' ἡ ([[ἀρύω]]), [[σκεύος]], [[δοχείο]] για [[άντληση]] κρασιού από [[βαρέλι]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνήρῠσις Medium diacritics: οἰνήρυσις Low diacritics: οινήρυσις Capitals: ΟΙΝΗΡΥΣΙΣ
Transliteration A: oinḗrysis Transliteration B: oinērysis Transliteration C: oinirysis Beta Code: oi)nh/rusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀρύω)

   A vessel for drawing wine, Ar.Ach.1067, Ph.1.390.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνήρῠσις: ἡ, (ἀρύω) ἡ τοῦ οἴνου κοτύλη, δι’ ἧς ἠρύοντο τὸν οἶνον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1067.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
vase pour puiser du vin.
Étymologie: οἶνος, ἀρύω.

Greek Monolingual

οἰνήρυσις, ἡ (Α)
αγγείο, για άντληση οίνου («φέρε τὴν οἰνήρυσιν ἵν' οἶνον ἐγχέω λαβὼν ἐς τοὺς χόας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ἄρυσις (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ζωμ-ήρυσις. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

οἰνήρῠσις: ἡ (ἀρύω), σκεύος, δοχείο για άντληση κρασιού από βαρέλι, σε Αριστοφ.