ὁμολόγημα: Difference between revisions
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μολόγημα]], το (Α [[ὁμολόγημα]]) [[ομολογώ]]<br /><b>1.</b> αυτό που ομολογήθηκε, η [[ομολογία]]<br /><b>2.</b> αυτό που συμφωνήθηκε, η [[συμφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εμπορική [[συμφωνία]], [[συμβόλαιο]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που λαμβάνεται ή θεωρείται ως δεδομένο. | |mltxt=και [[μολόγημα]], το (Α [[ὁμολόγημα]]) [[ομολογώ]]<br /><b>1.</b> αυτό που ομολογήθηκε, η [[ομολογία]]<br /><b>2.</b> αυτό που συμφωνήθηκε, η [[συμφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εμπορική [[συμφωνία]], [[συμβόλαιο]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που λαμβάνεται ή θεωρείται ως δεδομένο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμολόγημα:''' -ατος, τό, αυτό που έχει συμφωνηθεί, που θεωρείται δεδομένο, αυταπόδεικτο, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is agreed upon, taken for granted, postulated, Pl.Phd.93d, Grg.480b, al. 2 convention, compact, νόμος ἐστὶν ὁ. πόλεως κοινόν Arist.Rh.Al.1422a2, cf. 1424a10 ; in commerce, agreement or contract, POxy.237iv6 (ii A. D.), etc. 3 admission, ὡς . . Hyp.Ath.20.
German (Pape)
[Seite 338] τό, das Zugestandene, worüber man übereingekommen ist, Plat. Gorg. 480 b Theaet. 155 b u. öfter, u. einzeln bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμολόγημα: τό, τὸ ὁμολογηθέν, Πλάτ. Φαίδων 93D, Γοργ. 480Β, κ. ἀλλ. 2) τὸ συμφωνηθὲν, συμφωνία, νόμος ... ἐστὶν ὁμ. πόλεως κοινὸν Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 2, 7, πρβλ. 3. 12.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet de convention.
Étymologie: ὁμολογέω.
Greek Monolingual
και μολόγημα, το (Α ὁμολόγημα) ομολογώ
1. αυτό που ομολογήθηκε, η ομολογία
2. αυτό που συμφωνήθηκε, η συμφωνία
αρχ.
1. εμπορική συμφωνία, συμβόλαιο
2. καθετί που λαμβάνεται ή θεωρείται ως δεδομένο.
Greek Monotonic
ὁμολόγημα: -ατος, τό, αυτό που έχει συμφωνηθεί, που θεωρείται δεδομένο, αυταπόδεικτο, σε Πλάτ.