οὐρίαχος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὐρίαχος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το [[πίσω]] σιδερένιο [[άκρο]] του δόρατος<br /><b>2.</b> το [[τμήμα]] της κεφαλής βέλους που στερεώνεται στην άτρακτο<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> το [[στέλεχος]] κηροστάτη<br /><b>4.</b> [[τμήμα]] κουπιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]. Ο τ. αποτελεί πιθ. εκτεταμένη για μετρικούς λόγους [[μορφή]] του [[ουραχός]]].
|mltxt=[[οὐρίαχος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το [[πίσω]] σιδερένιο [[άκρο]] του δόρατος<br /><b>2.</b> το [[τμήμα]] της κεφαλής βέλους που στερεώνεται στην άτρακτο<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> το [[στέλεχος]] κηροστάτη<br /><b>4.</b> [[τμήμα]] κουπιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]. Ο τ. αποτελεί πιθ. εκτεταμένη για μετρικούς λόγους [[μορφή]] του [[ουραχός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οὐρίᾰχος:''' ὁ ([[οὐρά]]), οπίσθιο [[μέρος]], [[πάτος]], [[πυθμένας]], ἔγχεος [[οὐρίαχος]], το οπίσθιο [[μέρος]] του [[δόρατος]], επενδεδυμένο με [[σίδερο]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρίᾰχος Medium diacritics: οὐρίαχος Low diacritics: ουρίαχος Capitals: ΟΥΡΙΑΧΟΣ
Transliteration A: ouríachos Transliteration B: ouriachos Transliteration C: ouriachos Beta Code: ou)ri/axos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, (οὐρά)

   A bottom, ἔγχεος οὐ. butt-end of the spear, opp. αἰχμή, Il.13.443, A.R.3.1253, AP6.111 (Antip.), Hld.9.15; of an arrow-head, the part fixed in the shaft, tang, Paul.Aeg.6.88 (v. l.); apptly. stem of a candlestick in Call.Fr.anon.50.    2 part of an oar, Poll.1.90 (v.l. οὐρακός).

German (Pape)

[Seite 418] ὁ (von οὐρά), das hinterste, letzte Ende: ἔγχεος οὐρίαχος, das untere mit Eisen beschlagene Ende der Lanze, Il. 13, 443. 16, 612. 17, 528: πλήξας ῥομβωτῷ δούρατος οὐριάχῳ, Antp. Sid. 19 (VI, 111). S. οὐρακός.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρίᾰχος: ὁ, (οὐρὰ) ὁ σαυρωτὴρ τοῦ δόρατος, τουτέστι τὸ ὄπισθεν μέρος, ἀντίθ. τῷ αἰχμή, Ἰλ. Ν. 443, κτλ.· ἰδὲ ἐν λ. πολεμίζω, καὶ πρβλ. στύραξ, σαυρωτήρ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐρίαχον· τὸν σαυρωτῆρα. ἔστι δὲ σιδήριον ἐγκεκαμμένον εἰς τὸ ἕτερον μέρος τοῦ δόρατος». 2) τὸ μέσον τῆς κώπης, Πολυδ. Α΄, 90 (κοινῶς οὐρακός).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
hampe de la lance destinée à recevoir un fer pointu qui servait à planter l’arme en terre.
Étymologie: οὐρά.

English (Autenrieth)

butt end of a spear. (Il.) (See cut under ἀμφίγυος.)

Greek Monolingual

οὐρίαχος, ὁ (Α)
1. το πίσω σιδερένιο άκρο του δόρατος
2. το τμήμα της κεφαλής βέλους που στερεώνεται στην άτρακτο
3. πιθ. το στέλεχος κηροστάτη
4. τμήμα κουπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά. Ο τ. αποτελεί πιθ. εκτεταμένη για μετρικούς λόγους μορφή του ουραχός].

Greek Monotonic

οὐρίᾰχος: ὁ (οὐρά), οπίσθιο μέρος, πάτος, πυθμένας, ἔγχεος οὐρίαχος, το οπίσθιο μέρος του δόρατος, επενδεδυμένο με σίδερο, σε Ομήρ. Ιλ.