παραπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ποιητ. τ. παρπέταμαι, Α<br /><b>1.</b> [[πετώ]] [[κάτι]] [[κοντά]] ή πλαγίως σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[διέρχομαι]] πετώντας<br /><b>3.</b> [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]]<br /><b>4.</b> [[πετώ]] [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου<br /><b>5.</b> [[τρέχω]] πετώντας για να βοηθήσω κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πέτομαι]] «[[πετώ]]»].
|mltxt=ποιητ. τ. παρπέταμαι, Α<br /><b>1.</b> [[πετώ]] [[κάτι]] [[κοντά]] ή πλαγίως σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[διέρχομαι]] πετώντας<br /><b>3.</b> [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]]<br /><b>4.</b> [[πετώ]] [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου<br /><b>5.</b> [[τρέχω]] πετώντας για να βοηθήσω κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πέτομαι]] «[[πετώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραπέτομαι:''' μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ <i>παρ-επτόμην</i> ή <i>-επτάμην</i>· αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> [[πετώ]] κατά [[μήκος]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[δραπετεύω]], [[διαφεύγω]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπέτομαι Medium diacritics: παραπέτομαι Low diacritics: παραπέτομαι Capitals: ΠΑΡΑΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: parapétomai Transliteration B: parapetomai Transliteration C: parapetomai Beta Code: parape/tomai

English (LSJ)

poet. παρπέταμαι Call. Epigr.33.6 : aor. 2 παρεπτόμην or -επτάμην (v. infr.) ; also παρέπτην, 3pl.

   A παρέπτησαν Id.Iamb.Fr.9.327 P.:—fly alongside, κορώνη . . ἤδη πετομένων [τῶν νεοττῶν] σιτίζει παραπετομένη Arist.HA563b12 ; τὰς π. μυίας Id.Pol. 1323a29.    2 fly past, of specks before the eyes, Gal.1.363.    3 escape, AP6.19 (Jul.).    4 fly to, ἡμῖν ἑρπετὸν παρέπτατο Semon. 13, cf. Philostr.VA1.7 ; fly to one's succour, οὐ γὰρ ἂν παρέπτετο Ar. Th.1014 : metaph., παραπτῆναι, of a λόγος, Philostr.Her.19.14.

German (Pape)

[Seite 493] (s. πέτομαι), daneben-, vorüberfliegen, übertr., ἁ δ' εὐήρετμος ἁλία χερσὶ παραπτομένα πλάτα, Soph. O. C. 721; παρέπτατο, herbeifliegen, Ar. Thesm. 1014; ἢν παραπτῇ, Mel. 41 (XII, 70); u. in Prosa, παραπετομένη, Arist. H. A. 6, 6.

Greek (Liddell-Scott)

παραπέτομαι: ποιητ. παρπέταμαι Καλλ. Ἐπιγράμμ. 32: ἀόρ. β΄ παρεπτόμην ἢ -επτάμην· ἀποθ. Πέτομαι παρά τι, κορώνη .. πετομένων [τῶν νεοττῶν] σιτίζει παραπετομένη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 6. 6· τὰς π. μυίας ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 1, 4, 2) παρέρχομαί τι πετόμενος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1014· ἐκφεύγω τινά, Ἀνθ. Π. 6. 19. 3) πέτομαι πρός τινα, τινι Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 12. - Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 715, ἴδε παράπτω.

French (Bailly abrégé)

1 voler auprès ou le long de;
2 voler au delà de ; échapper à.
Étymologie: παρά, πέτομαι.

Greek Monolingual

ποιητ. τ. παρπέταμαι, Α
1. πετώ κάτι κοντά ή πλαγίως σε κάτι
2. διέρχομαι πετώντας
3. διαφεύγω, ξεφεύγω
4. πετώ προς το μέρος κάποιου
5. τρέχω πετώντας για να βοηθήσω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πέτομαι «πετώ»].

Greek Monotonic

παραπέτομαι: μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ παρ-επτόμην ή -επτάμην· αποθ.·
1. πετώ κατά μήκος, σε Αριστ.
2. δραπετεύω, διαφεύγω, σε Ανθ.