παραμίγνυμι: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και παραμ(ε)ιγνύω Α<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]], [[ανακατώνω]] με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[προσθέτω]] [[κάτι]] σε [[μίγμα]] («[[παραμείγνυμι]] [[μέλι]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i> «[[αναμιγνύω]]»]. | |mltxt=και παραμ(ε)ιγνύω Α<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]], [[ανακατώνω]] με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[προσθέτω]] [[κάτι]] σε [[μίγμα]] («[[παραμείγνυμι]] [[μέλι]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i> «[[αναμιγνύω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραμίγνυμι:''' και -ύω, Ιων. -[[μίσγω]], μέλ. -[[μίξω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[αναμιγνύω]] με, <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ</i>, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> προσθέτω με ανάμειξη, Λατ. admiscere, [[ὕδωρ]] παραμίσγειν, σε Ηρόδ. — Παθ., [[ὅτι]] αὐτοῖς παραμέμικται, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. παραμείγνυμι.
German (Pape)
[Seite 489] (s. μίγνυμι), zumischen, beimischen, τινί τι, Ar. Vesp. 878; Hippocr.; ὅτι αὐτοῖς τούτων ἐν ταῖς ψυχαῖς παραμέμικται, Plat. Rep. III, 415 c; ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ, Arist. eth. 10, 7; τὴν παῤῥησίαν τῇ κολακείᾳ, Plut. Ant. 24.
Greek (Liddell-Scott)
παραμίγνυμι: καὶ -ύω, Ἰων. -μίσγω. Ἐγκαταμιγνύω, τινί τι Ἀριστοφ. Σφ. 878· τι καί τι Πλούτ. 2. 59Β· - Παθ., μεταφ., ἠδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 7, 2. ΙΙ. μόνον μετ’ αἰτ., ἀναμιγνύω, προστίθημι διὰ μίξεως, Λατ. admiscere, ὕδωρ παραμίσγειν Ἡρόδ. 1. 203., 4. 61· μέλι, σμύρνην Ἱππ. 475. 46., 660. 49· στεατίου μικρὸν Ἀλέξ. Ἐρετρ. 1· - Παθ., ὅ τι αὐτοῖς τούτων ἐν ταῖς ψυχαῖς παραμέμικται Πλάτ. Πολ. 415Β.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. παραμέμιγμαι;
mêler, mélanger.
Étymologie: παρά, μίγνυμι.
Greek Monolingual
και παραμ(ε)ιγνύω Α
1. αναμιγνύω, ανακατώνω με κάτι
2. προσθέτω κάτι σε μίγμα («παραμείγνυμι μέλι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μ(ε)ίγνυμι «αναμιγνύω»].
Greek Monotonic
παραμίγνυμι: και -ύω, Ιων. -μίσγω, μέλ. -μίξω·
I. αναμιγνύω με, τί τινι, σε Αριστοφ. — Παθ., ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ, σε Αριστ.
II. προσθέτω με ανάμειξη, Λατ. admiscere, ὕδωρ παραμίσγειν, σε Ηρόδ. — Παθ., ὅτι αὐτοῖς παραμέμικται, σε Πλάτ.