παροκωχή: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(31)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />το να χορηγεί, το να προμηθεύει [[κανείς]] [[κάτι]], η [[παροχή]], η [[χορήγηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀκωχή]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i> με αναδιπλασιασμό), <b>πρβλ.</b> <i>κατ</i>-[[οκωχή]]].
|mltxt=ἡ, Α<br />το να χορηγεί, το να προμηθεύει [[κανείς]] [[κάτι]], η [[παροχή]], η [[χορήγηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀκωχή]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i> με αναδιπλασιασμό), <b>πρβλ.</b> <i>κατ</i>-[[οκωχή]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παροκωχή:''' ἡ, αναδιπλ. [[τύπος]] αντί [[παροχή]], [[προμήθεια]], [[εφοδιασμός]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροκωχή Medium diacritics: παροκωχή Low diacritics: παροκωχή Capitals: ΠΑΡΟΚΩΧΗ
Transliteration A: parokōchḗ Transliteration B: parokōchē Transliteration C: parokochi Beta Code: parokwxh/

English (LSJ)

ἡ, (παρέχω)

   A supplying, furnishing, νεῶν Th.6.85(ap. Phot., Suid.; παροχή codd.); γνωμῶν J.AJ 17.9.5(v.l.παρακωχή).

German (Pape)

[Seite 526] s. παρακωχή, so steht bei Phot. u. Suid.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
att. c. παρακωχή.

Greek Monolingual

ἡ, Α
το να χορηγεί, το να προμηθεύει κανείς κάτι, η παροχή, η χορήγηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀκωχή (< ἔχω με αναδιπλασιασμό), πρβλ. κατ-οκωχή].

Greek Monotonic

παροκωχή: ἡ, αναδιπλ. τύπος αντί παροχή, προμήθεια, εφοδιασμός, σε Θουκ.