παλιντριβής: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλιντριβής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για τον όνο) αυτός που υπομένει τα επανειλημμένα χτυπήματα<br /><b>2.</b> [[πανούργος]], [[δόλιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>τριβής</i>].
|mltxt=[[παλιντριβής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για τον όνο) αυτός που υπομένει τα επανειλημμένα χτυπήματα<br /><b>2.</b> [[πανούργος]], [[δόλιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>τριβής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλιντρῐβής:''' -ές ([[τρίβω]]), αυτός που τρίβεται [[ξανά]] και [[ξανά]]· απ' όπου, [[πανούργος]], [[δόλιος]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιντρῐβής Medium diacritics: παλιντριβής Low diacritics: παλιντριβής Capitals: ΠΑΛΙΝΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: palintribḗs Transliteration B: palintribēs Transliteration C: palintrivis Beta Code: palintribh/s

English (LSJ)

ές,

   A rubbed again and again, of the ass, obstinate, resisting all blows, Semon.7.43.    2 knavish, crafty, τὰ . . πανοῦργα καὶ π. S.Ph.448.

German (Pape)

[Seite 451] ές, wiederholt gerieben, abgerieben; bei Soph. Phil. 448, wo παλιντριβῆ καὶ πανοῦργα den δίκαια καὶ χρηστά entgegengesetzt ist, scheint es so zu nehmen, wie Simonds. de mul. 43 den Esel παλ. nennt, der, durch wiederholte Schläge stumpf geworden und hartnäckig, nicht von der Stelle zu treiben ist; der Schol. Soph. erkl. τετριμμένα τοῖς κακοῖς.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιντρῐβής: -ές, ὁ ἐκ νέου ἢ συνεχῶς τριβόμενος, ἐπὶ τοῦ ὄνου, σκληροτράχηλος, ἐπίμονος, ἀνθιστάμενος πρὸς ὅλα τὰ κτυπήματα, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 43. 2) πανοῦργος, δόλιος, τὰ ... πανοῦργα καὶ π. Σοφ. Φιλ. 448. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιντριβῆ· κακεντρεχῆ».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
rusé, fourbe ; τὰ παλιντριβῆ SOPH les fourbes.
Étymologie: πάλιν, τρίβω.

Greek Monolingual

παλιντριβής, -ές (Α)
1. (για τον όνο) αυτός που υπομένει τα επανειλημμένα χτυπήματα
2. πανούργος, δόλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. ισο-τριβής].

Greek Monotonic

πᾰλιντρῐβής: -ές (τρίβω), αυτός που τρίβεται ξανά και ξανά· απ' όπου, πανούργος, δόλιος, σε Σοφ.