Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πειρατεύω: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[πειρατής]]<br />[[είμαι]] [[πειρατής]], [[ασκώ]] την [[πειρατεία]] ως [[επάγγελμα]], [[κάνω]] [[ληστεία]] στη [[θάλασσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κλέβω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ληστοσυμμορία]]) επιτίθεμαι, [[εφορμώ]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>πειρατεύομαι</i>- [[δέχομαι]] [[επίθεση]], ληστεύομαι από πειρατές.
|mltxt=ΝΜΑ [[πειρατής]]<br />[[είμαι]] [[πειρατής]], [[ασκώ]] την [[πειρατεία]] ως [[επάγγελμα]], [[κάνω]] [[ληστεία]] στη [[θάλασσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κλέβω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ληστοσυμμορία]]) επιτίθεμαι, [[εφορμώ]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>πειρατεύομαι</i>- [[δέχομαι]] [[επίθεση]], ληστεύομαι από πειρατές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πειρᾱτεύω:''' ([[πειρατής]]), είμαι [[πειρατής]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειρᾱτεύω Medium diacritics: πειρατεύω Low diacritics: πειρατεύω Capitals: ΠΕΙΡΑΤΕΥΩ
Transliteration A: peirateúō Transliteration B: peirateuō Transliteration C: peirateyo Beta Code: peirateu/w

English (LSJ)

   A to be a pirate, Str. 14.3.2.    II attack, of a robber-band, τινα LXX Ge.49.19, prob. in SIG582.12 (Delos, ii B.C.) : —Pass., Sch.E.Hec.934.

German (Pape)

[Seite 545] Seeräuberei treiben, als Seeräuber wegnehmen, kapern, u. daher pass., ὑπό τινος πειρατεύεσθαι, von Einem zur See angefallen, gekapert werden; auch allgemeiner, von Seeräubern beunruhigt werden, Strab. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πειρᾱτεύω: (πειρατὴς) εἶμαι πειρατής, Στράβ. 664. ΙΙ. Παθ., προσβάλλομαι, λῃστεύομαι ὑπὸ πειρατῶν, Δοῦρις παρὰ τῷ Σχολ. Εὐρ. (Ἑκάβ. 933). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.

French (Bailly abrégé)

1 faire le métier de brigand ou de pirate;
2 Pass. être attaqué par des pirates.
Étymologie: πειρατής.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πειρατής
είμαι πειρατής, ασκώ την πειρατεία ως επάγγελμα, κάνω ληστεία στη θάλασσα
νεοελλ.
μτφ. κλέβω
αρχ.
1. (για ληστοσυμμορία) επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου
2. παθ. πειρατεύομαι- δέχομαι επίθεση, ληστεύομαι από πειρατές.

Greek Monotonic

πειρᾱτεύω: (πειρατής), είμαι πειρατής, σε Στράβ.