πειθαρχία: Difference between revisions
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ [[πείθαρχος]]<br />το να υπακούει [[κανείς]] στις αρχές, στους ανωτέρους και σε [[καθετί]] που επιβάλλεται από νόμο ή [[διαταγή]] («[[πειθαρχία]] γὰρ ἐστι εὐπραξίας [[μήτηρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «στρατιωτική [[πειθαρχία]]» — η αυστηρή [[υπακοή]] [[κάθε]] κατώτερου σε βαθμό σε [[κάθε]] ανώτερο του σε θέματα που αφορούν [[εκτέλεση]] υπηρεσίας<br />β) «[[πειθαρχία]] πορείας»<br /><b>στρατ.</b> η [[ακριβής]] [[συμμόρφωση]] στρατιωτικών τμημάτων που πορεύονται στις διατάξεις του κανονισμού πορείας, για να αποφευχθούν ανωμαλίες και δυσάρεστες καταστάσεις<br />γ) «[[πειθαρχία]] [[πυρός]]»<br /><b>στρατ.</b> η πιστή [[τήρηση]] τών διαταγών και τών κανόνων για την [[εκτέλεση]] βολής από τους πυροβολητές [[κατά]] τον βομβαρδισμό ενός στόχου<br />δ) «[[τυφλή]] [[πειθαρχία]]» — [[πλήρης]] και [[χωρίς]] όρους [[υπακοή]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]], [[υποταγή]]. | |mltxt=η, ΝΑ [[πείθαρχος]]<br />το να υπακούει [[κανείς]] στις αρχές, στους ανωτέρους και σε [[καθετί]] που επιβάλλεται από νόμο ή [[διαταγή]] («[[πειθαρχία]] γὰρ ἐστι εὐπραξίας [[μήτηρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «στρατιωτική [[πειθαρχία]]» — η αυστηρή [[υπακοή]] [[κάθε]] κατώτερου σε βαθμό σε [[κάθε]] ανώτερο του σε θέματα που αφορούν [[εκτέλεση]] υπηρεσίας<br />β) «[[πειθαρχία]] πορείας»<br /><b>στρατ.</b> η [[ακριβής]] [[συμμόρφωση]] στρατιωτικών τμημάτων που πορεύονται στις διατάξεις του κανονισμού πορείας, για να αποφευχθούν ανωμαλίες και δυσάρεστες καταστάσεις<br />γ) «[[πειθαρχία]] [[πυρός]]»<br /><b>στρατ.</b> η πιστή [[τήρηση]] τών διαταγών και τών κανόνων για την [[εκτέλεση]] βολής από τους πυροβολητές [[κατά]] τον βομβαρδισμό ενός στόχου<br />δ) «[[τυφλή]] [[πειθαρχία]]» — [[πλήρης]] και [[χωρίς]] όρους [[υπακοή]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]], [[υποταγή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πειθαρχία:''' ἡ, [[υπακοή]] σε [[διαταγή]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A obedience to command, A.Th.224, S.Ant. 676, Isoc.12.115, Pl.R.538e.
German (Pape)
[Seite 543] ἡ, Gehorsam; Aesch. Spt. 206; Soph. Ant. 672; Plat. Rep. VII, 538 e.
Greek (Liddell-Scott)
πειθαρχία: ἡ, τὸ πειθαρχεῖν, ὑπακούειν, ὑπακοή, Αἰσχύλ. Θήβ. 224, Σοφ. Ἀντ. 676, Ἰσοκρ. 256C, Πλάτ. Πολ. 538Ε.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
obéissance.
Étymologie: πείθαρχος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ πείθαρχος
το να υπακούει κανείς στις αρχές, στους ανωτέρους και σε καθετί που επιβάλλεται από νόμο ή διαταγή («πειθαρχία γὰρ ἐστι εὐπραξίας μήτηρ», Αισχύλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «στρατιωτική πειθαρχία» — η αυστηρή υπακοή κάθε κατώτερου σε βαθμό σε κάθε ανώτερο του σε θέματα που αφορούν εκτέλεση υπηρεσίας
β) «πειθαρχία πορείας»
στρατ. η ακριβής συμμόρφωση στρατιωτικών τμημάτων που πορεύονται στις διατάξεις του κανονισμού πορείας, για να αποφευχθούν ανωμαλίες και δυσάρεστες καταστάσεις
γ) «πειθαρχία πυρός»
στρατ. η πιστή τήρηση τών διαταγών και τών κανόνων για την εκτέλεση βολής από τους πυροβολητές κατά τον βομβαρδισμό ενός στόχου
δ) «τυφλή πειθαρχία» — πλήρης και χωρίς όρους υπακοή σε κάποιον ή σε κάτι, υποταγή.