περίπλοκος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περίπλοκος]], -ον, ΝΜΑ [[περιπλέκω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] επιμέρους στοιχεία τα οποία συνδέονται [[μεταξύ]] τους με πολλαπλό τρόπο, που έχει σύνθετη [[δομή]], [[πολύπλοκος]]<br /><b>2.</b> (για ύφος) [[στρυφνός]], [[ασαφής]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[γεμάτος]] εμπόδια ή δυσχέρειες («περίπλοκη [[κατάσταση]]»)<br />β) αυτός που έχει περιέλθει σε αδιέξοδο, [[περιπεπλεγμένος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φίδι]]) τυλιγμένος σε σπείρες, κουλουριασμένος<br /><b>2.</b> τυλιγμένος [[γύρω]] από [[κάτι]], περιελιγμένος, περιτυλιγμένος («[[ὅρμος]] [[περίπλοκος]] αὐχένι», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>3.</b> πολύ πλεγμένος («νυμφίον... περίπλοκον ἡδέϊ δεσμῷ»,<b>Ανθ. Παλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περίπλοκα</i> Ν<br />με περίπλοκο τρόπο.
|mltxt=-η, -ο / [[περίπλοκος]], -ον, ΝΜΑ [[περιπλέκω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] επιμέρους στοιχεία τα οποία συνδέονται [[μεταξύ]] τους με πολλαπλό τρόπο, που έχει σύνθετη [[δομή]], [[πολύπλοκος]]<br /><b>2.</b> (για ύφος) [[στρυφνός]], [[ασαφής]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[γεμάτος]] εμπόδια ή δυσχέρειες («περίπλοκη [[κατάσταση]]»)<br />β) αυτός που έχει περιέλθει σε αδιέξοδο, [[περιπεπλεγμένος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φίδι]]) τυλιγμένος σε σπείρες, κουλουριασμένος<br /><b>2.</b> τυλιγμένος [[γύρω]] από [[κάτι]], περιελιγμένος, περιτυλιγμένος («[[ὅρμος]] [[περίπλοκος]] αὐχένι», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>3.</b> πολύ πλεγμένος («νυμφίον... περίπλοκον ἡδέϊ δεσμῷ»,<b>Ανθ. Παλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περίπλοκα</i> Ν<br />με περίπλοκο τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''περίπλοκος:''' -ον ([[περιπλέκω]]), πεπλεγμένος, μπερδεμένος, [[περίπλοκος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπλοκος Medium diacritics: περίπλοκος Low diacritics: περίπλοκος Capitals: ΠΕΡΙΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: períplokos Transliteration B: periplokos Transliteration C: periplokos Beta Code: peri/plokos

English (LSJ)

ον,

   A entwined, δεσμῷ AP9.362; σειρῇσι Tryph.300; coiled, of a snake, Nonn.D.22.34 : c. dat., twined about, ὅρμος π. αὐχένι ib.6.195.

German (Pape)

[Seite 588] umwickelt, umfaßt, verwickelt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίπλοκος: -ον, λίαν πεπλεγμένος, δεσμῷ Ἀνθ. Π. 9. 362, πρβλ. Τρυφιόδ. (γρ. Τριφ-) 300.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
replié tout autour, entortillé, entrelacé.
Étymologie: περιπλέκω.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίπλοκος, -ον, ΝΜΑ περιπλέκω
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από πολλά επιμέρους στοιχεία τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με πολλαπλό τρόπο, που έχει σύνθετη δομή, πολύπλοκος
2. (για ύφος) στρυφνός, ασαφής
3. μτφ. α) γεμάτος εμπόδια ή δυσχέρειες («περίπλοκη κατάσταση»)
β) αυτός που έχει περιέλθει σε αδιέξοδο, περιπεπλεγμένος
μσν.-αρχ.
1. (για φίδι) τυλιγμένος σε σπείρες, κουλουριασμένος
2. τυλιγμένος γύρω από κάτι, περιελιγμένος, περιτυλιγμένος («ὅρμος περίπλοκος αὐχένι», Νόνν.)
3. πολύ πλεγμένος («νυμφίον... περίπλοκον ἡδέϊ δεσμῷ»,Ανθ. Παλ.).
επίρρ...
περίπλοκα Ν
με περίπλοκο τρόπο.

Greek Monotonic

περίπλοκος: -ον (περιπλέκω), πεπλεγμένος, μπερδεμένος, περίπλοκος, σε Ανθ.