περιτείνω: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[τείνω]]<br /><b>1.</b> [[τεντώνω]] και [[απλώνω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>περιτείνομαι</i><br />α) τεντώνομαι, εκτείνομαι πολύ<br />β) (για [[νερό]]) εξαπλώνομαι («τοῡ ὕδατος περὶ την γῆν περιτεταμένου», <b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) καλύπτομαι [[ολόγυρα]] από [[κάτι]] που [[είναι]] τεντωμένο («ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη», <b>Αριστοτ.</b>) δ) <b>ιατρ.</b> πρήζομαι, [[φουσκώνω]]<br />ε) προσαρμόζομαι, προσκολλώμαι [[σφιχτά]] («oἱ ὄνυχες περιτεταμένοι [[εἰσί]]» — τα νύχια [[είναι]] [[σφιχτά]] προσαρμοσμένα στα [[άκρα]], Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «περιτείνομαι περὶ ἀέρα» — εκτείνομαι στον αέρα.
|mltxt=ΜΑ [[τείνω]]<br /><b>1.</b> [[τεντώνω]] και [[απλώνω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>περιτείνομαι</i><br />α) τεντώνομαι, εκτείνομαι πολύ<br />β) (για [[νερό]]) εξαπλώνομαι («τοῡ ὕδατος περὶ την γῆν περιτεταμένου», <b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) καλύπτομαι [[ολόγυρα]] από [[κάτι]] που [[είναι]] τεντωμένο («ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη», <b>Αριστοτ.</b>) δ) <b>ιατρ.</b> πρήζομαι, [[φουσκώνω]]<br />ε) προσαρμόζομαι, προσκολλώμαι [[σφιχτά]] («oἱ ὄνυχες περιτεταμένοι [[εἰσί]]» — τα νύχια [[είναι]] [[σφιχτά]] προσαρμοσμένα στα [[άκρα]], Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «περιτείνομαι περὶ ἀέρα» — εκτείνομαι στον αέρα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιτείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>, [[τεντώνω]] [[ολόγυρα]] ή πάνω από, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτείνω Medium diacritics: περιτείνω Low diacritics: περιτείνω Capitals: ΠΕΡΙΤΕΙΝΩ
Transliteration A: periteínō Transliteration B: periteinō Transliteration C: periteino Beta Code: peritei/nw

English (LSJ)

   A stretch all round or over, π. τούτοισι (sc. τοῖσι νομεῦσἰ διφθέρας Hdt.1.194 ; ὠμοβοέην π. Id.4.65 ; περὶ ταῦτα (sc. τὰ ξύλἀ πίλους . . π. ib.73; ἐπὶ τράπεζαν ὕδατος κύαθον Arist.Mete.355b28 :— Pass., δέρμα περιτεταμένον tight-stretched, Hp.Prog.2, cf. Arist.HA 548b32, al.; νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης being spread round... Pl. Ti.66b, cf. Arist.Mete.354b24; ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη covered with a skin, Id.Fr.498; περιτετάσθαι τῷ κελύφει fit the pod tight, Thphr. CP4.12.11; ἡ κοιλία περιτείνεται is distended, Arist.HA591b2; οἱ ὄνυχες περιτεταμένοι εἰσίν become aduncate, Hp.Loc.Hom.14.

German (Pape)

[Seite 596] (s. τείνω), umspannen, darum, darüber spannen, τὶ περί τι, Her. 4, 73; νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης, Plat. Tim. 66 b; ὑμένα περιτείνουσι τῷ κόσμῳ, Plut. plac. phil. 2, 7; – nach allen Seiten oder sehr ausspannen und eine Geschwulst verursachen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

περιτείνω: τανύω καὶ ἁπλώνω τι ὁλόγυρα ἐπάνω εἴς τι, περιτείνουσι τούτοισι (δηλ. τοῖς νομεῦσι) διφθέρας, τανύουσι περὶ αὐτούς, ἔξωθεν δέρματα (νομεῖς δὲ εἶναι αἱ πλευραὶ πλοίου), Ἡρόδ. 1. 194· ὠμοβοέην περιτείνει 4. 65· περὶ ταῦτα (δηλ. τὰ ξύλα) πίλους... π. αὐτόθι 73. ― Παθ., δέρμα περιτεταμένον, ἰσχυρῶς ἐκτεταμένον, «τεντωμένον», Ἱππ. Προγν. 36, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 9, κ. ἀλλ.,· νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης, ἐκταθείσης εἰς τὸν ἀέρα.., Πλάτ. Τίμ. 66Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 6 καὶ 18· ὡσαύτως, ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη, ἔχουσα περικάλυμμα ἐκ δέρματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 456· ἡ κοιλία περιτείνεται, τεντώνεται, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 27.

French (Bailly abrégé)

Pass. ao. περιετάθην, pf. περιτέταμαι;
tendre tout autour, acc. ; τι περί τι ou τί τινι tendre une chose autour d’une autre.
Étymologie: περί, τείνω.

Greek Monolingual

ΜΑ τείνω
1. τεντώνω και απλώνω κάτι ολόγυρα ή πάνω σε κάτι
2. παθ. περιτείνομαι
α) τεντώνομαι, εκτείνομαι πολύ
β) (για νερό) εξαπλώνομαι («τοῡ ὕδατος περὶ την γῆν περιτεταμένου», Αριστοτ.)
γ) καλύπτομαι ολόγυρα από κάτι που είναι τεντωμένο («ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη», Αριστοτ.) δ) ιατρ. πρήζομαι, φουσκώνω
ε) προσαρμόζομαι, προσκολλώμαι σφιχτά («oἱ ὄνυχες περιτεταμένοι εἰσί» — τα νύχια είναι σφιχτά προσαρμοσμένα στα άκρα, Ιπποκρ.)
3. φρ. α) «περιτείνομαι περὶ ἀέρα» — εκτείνομαι στον αέρα.

Greek Monotonic

περιτείνω: μέλ. -τενῶ, τεντώνω ολόγυρα ή πάνω από, σε Ηρόδ.