πευθήν: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῆνος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κρυφακούει, ο [[κατάσκοπος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που εξετάζει να μάθει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[περίεργος]], [[αδιάκριτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πευθ</i>- του [[πεύθομαι]] (<b>πρβλ.</b> [[πευθώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήν</i>, -<i>ῆνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀ</i>-<i>πτ</i>-<i>ήν</i>: [[πέτομαι]], <i>λειχ</i>-<i>ήν</i>: [[λείχω]])]. | |mltxt=-ῆνος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κρυφακούει, ο [[κατάσκοπος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που εξετάζει να μάθει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[περίεργος]], [[αδιάκριτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πευθ</i>- του [[πεύθομαι]] (<b>πρβλ.</b> [[πευθώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήν</i>, -<i>ῆνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀ</i>-<i>πτ</i>-<i>ήν</i>: [[πέτομαι]], <i>λειχ</i>-<i>ήν</i>: [[λείχω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πευθήν:''' -ῆνος, ὁ, [[ερμηνευτής]], [[κατάσκοπος]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆνος, ὁ,
A inquirer, spy, Luc.Phal.1.10, Alex.23,37, Lib.Or. 4.25, al., Them.Or.34p.461Dind.; simply, questioner, ib.21.253c; περίεργοι καὶ π. inquisitive persons, Arr.Epict.2.23.10.
German (Pape)
[Seite 606] ῆνος, ὁ, Forscher, Horcher, Frager, Späher, Spion, Luc. Alex. 23. 37; Hesych. erkl. πιστοί, περίεργοι.
Greek (Liddell-Scott)
πευθήν: -ῆνος, ὁ, ἐρευνητής, κατάσκοπος, Φιλόξ. 2. 29, Λουκ. Φάλ. 1. 10, Ἀλέξ. 23, 37.
French (Bailly abrégé)
ῆνος (ὁ) :
espion.
Étymologie: πυνθάνομαι.
Greek Monolingual
-ῆνος, ὁ, Α
1. αυτός που κρυφακούει, ο κατάσκοπος
2. εκείνος που εξετάζει να μάθει κάτι
3. περίεργος, αδιάκριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πευθ- του πεύθομαι (πρβλ. πευθώ) + επίθημα -ήν, -ῆνος (πρβλ. ἀ-πτ-ήν: πέτομαι, λειχ-ήν: λείχω)].
Greek Monotonic
πευθήν: -ῆνος, ὁ, ερμηνευτής, κατάσκοπος, σε Λουκ.