περιναιέτης: Difference between revisions
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(32) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[περιναιετώ]]<br />[[περίοικος]], [[γείτονας]]. | |mltxt=ὁ, Α [[περιναιετώ]]<br />[[περίοικος]], [[γείτονας]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιναιέτης:''' -ου, ὁ ([[ναίω]]), [[ένας]] από αυτούς που διαμένουν [[τριγύρω]], [[γείτονας]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one of those who dwell round, neighbour, Il.24.488, A.R.4.470.
German (Pape)
[Seite 583] ὁ, der Herumwohnende; κεῖνον περιναιέται ἀμφὶς ἐόντες τείρουσι, Il. 24, 488; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 470.
Greek (Liddell-Scott)
περιναιέτης: -ου, ὁ, περίοικος, γείτων, Ἰλ. Ω. 488, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 470· πρβλ. περικτίονες. - Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 198.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui habite alentour.
Étymologie: περί, ναίω¹.
English (Autenrieth)
neighbor, pl., Il. 24.488†.
Greek Monolingual
ὁ, Α περιναιετώ
περίοικος, γείτονας.
Greek Monotonic
περιναιέτης: -ου, ὁ (ναίω), ένας από αυτούς που διαμένουν τριγύρω, γείτονας, σε Ομήρ. Ιλ.