περιπορεύομαι: Difference between revisions
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
(32) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]], [[ταξιδεύω]] [[γύρω]] από έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> (για [[ουράνιο]] [[σώμα]]) περιστρέφομαι («ὁ [[ἥλιος]] περιπορεύεται τὸν ζῳδιακὸν κύκλον», Γέμιν.)<br /><b>3.</b> [[περπατώ]], [[βαδίζω]] [[γύρω]] από έναν [[τόπο]]<br /><b>4.</b> (με αιτ. του τόπου) [[περιέρχομαι]] («περιπορευόμενοι τὴν πόλιν», <b>Πολ.</b>). | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]], [[ταξιδεύω]] [[γύρω]] από έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> (για [[ουράνιο]] [[σώμα]]) περιστρέφομαι («ὁ [[ἥλιος]] περιπορεύεται τὸν ζῳδιακὸν κύκλον», Γέμιν.)<br /><b>3.</b> [[περπατώ]], [[βαδίζω]] [[γύρω]] από έναν [[τόπο]]<br /><b>4.</b> (με αιτ. του τόπου) [[περιέρχομαι]] («περιπορευόμενοι τὴν πόλιν», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιπορεύομαι:''' μέλ. <i>-σομαι</i>, αποθ., [[ταξιδεύω]] ή [[περιοδεύω]] σ' ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Πολύβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A travel, go about, Pl.Lg.716a, Ceb.7 ; κατ' οὐρανόν Iamb.Protr.13; walk about, IG42(1).123.125 (Epid.). II c. acc. loci, go round, τὰ ἱερά Arist. Oec.1353b20 ; τὰς πόλεις, τοὺς ναούς, etc., Plb.3.7.3,9.6.3, etc.; τὴν πόλιν κύκλῳ Id.4.54.4 ; τὰς οἰκίας τῶν συγκλητικῶν D.S.40.1, cf. Corn.ND17.
German (Pape)
[Seite 589] herumreisen, umhergehen; Plat. Legg. IV, 716 a; τὴν πόλιν κύκλῳ, Pol. 4, 54, 4; – bereisen, τὰς πόλεις, 3, 7, 3, vgl. 10, 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
περιπορεύομαι: ἀποθ., περιοδεύω, Πλάτ. Νόμ. 716Α. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, περιέρχομαι, τὰ ἱερὰ Ἀριστ. Οἰκ. 2. 41· τὰς πόλεις, τοὺς ναούς, κτλ. Πολύβ. 3. 7, 3., 9. 6, 3· τὴν πόλιν κύκλῳ ὁ αὐτ. 4. 54, 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
aller autour, faire le tour de, acc..
Étymologie: περί, πορεύω.
Greek Monolingual
Α
1. πορεύομαι, ταξιδεύω γύρω από έναν τόπο
2. (για ουράνιο σώμα) περιστρέφομαι («ὁ ἥλιος περιπορεύεται τὸν ζῳδιακὸν κύκλον», Γέμιν.)
3. περπατώ, βαδίζω γύρω από έναν τόπο
4. (με αιτ. του τόπου) περιέρχομαι («περιπορευόμενοι τὴν πόλιν», Πολ.).
Greek Monotonic
περιπορεύομαι: μέλ. -σομαι, αποθ., ταξιδεύω ή περιοδεύω σ' ένα μέρος, με αιτ., σε Πολύβ.