πιναρός: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πινηρός]], -ά, -όν, Α<br />[[γεμάτος]] [[λίγδα]], [[ρυπαρός]], [[ακάθαρτος]] (α. «πιναρὰν κόμαν», <b>Ευρ.</b><br />β. «πιναρὸν [[κάρα]]», Ευπ.)<br />γ. «ἐσθῆτι πιναρᾷ», Κλήμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίνος]] «[[ακαθαρσία]], [[λίγδα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. –[[αρός]] (<b>πρβλ.</b> <i>λιπ</i>-[[αρός]])].
|mltxt=και [[πινηρός]], -ά, -όν, Α<br />[[γεμάτος]] [[λίγδα]], [[ρυπαρός]], [[ακάθαρτος]] (α. «πιναρὰν κόμαν», <b>Ευρ.</b><br />β. «πιναρὸν [[κάρα]]», Ευπ.)<br />γ. «ἐσθῆτι πιναρᾷ», Κλήμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίνος]] «[[ακαθαρσία]], [[λίγδα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. –[[αρός]] (<b>πρβλ.</b> <i>λιπ</i>-[[αρός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῐνᾰρός:''' -ά, -όν ([[πίνος]]), βρώμικος, [[ακάθαρτος]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐνᾰρός Medium diacritics: πιναρός Low diacritics: πιναρός Capitals: ΠΙΝΑΡΟΣ
Transliteration A: pinarós Transliteration B: pinaros Transliteration C: pinaros Beta Code: pinaro/s

English (LSJ)

ά, όν, (πίνος)

   A dirty, squalid, Cratin.372, E.El.184 (lyr.); πιναρὸν . . ἀλουτίᾳ κάρα Eup.251; of unwashed wool, Aret.CA1.1; cf. πινηρός.

German (Pape)

[Seite 616] ion. πινηρός, schmutzig; κόμη, Eur. El. 184; sp. D., πιναρὰν ὄψιν τεκταίνεσθαι, Alc. 11 (Plan. 196); auch in späterer Prosa, wie Luc. Tim. 1 Somn. 8.

Greek (Liddell-Scott)

πῐνᾰρός: -ά, -όν, (πίνος) ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, «λερός», Εὐρ. Ἠλ. 183, Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 115· πιναρόν... ἀλουτίᾳ κάρα Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 7, κτλ.· πρβλ. πινηρός. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πιναρός· ῥυπαρός, εὐτελής, ἐλάχιστος».

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
sale, crasseux ; τὸ πιναρόν saleté.
Étymologie: πίνος.

Greek Monolingual

και πινηρός, -ά, -όν, Α
γεμάτος λίγδα, ρυπαρός, ακάθαρτος (α. «πιναρὰν κόμαν», Ευρ.
β. «πιναρὸν κάρα», Ευπ.)
γ. «ἐσθῆτι πιναρᾷ», Κλήμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίνος «ακαθαρσία, λίγδα» + κατάλ. –αρός (πρβλ. λιπ-αρός)].

Greek Monotonic

πῐνᾰρός: -ά, -όν (πίνος), βρώμικος, ακάθαρτος, σε Ευρ.