πολύβοσκος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει πολλή [[βοσκή]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[βοσκή]] σε πολλούς<br /><b>3.</b> αυτός στον οποίο βόσκουν πολλοί, αυτός που τρέφει πολλούς («[[πολύβοσκος]] [[γαῖα]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοσκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βοσκός]]), <b>πρβλ.</b> <i>κραιπαλό</i>-<i>βοσκος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει πολλή [[βοσκή]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[βοσκή]] σε πολλούς<br /><b>3.</b> αυτός στον οποίο βόσκουν πολλοί, αυτός που τρέφει πολλούς («[[πολύβοσκος]] [[γαῖα]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοσκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βοσκός]]), <b>πρβλ.</b> <i>κραιπαλό</i>-<i>βοσκος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύβοσκος:''' -ον ([[βόσκω]]), αυτός που προσφέρει άφθονη [[βοσκή]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 01:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβοσκος Medium diacritics: πολύβοσκος Low diacritics: πολύβοσκος Capitals: ΠΟΛΥΒΟΣΚΟΣ
Transliteration A: polýboskos Transliteration B: polyboskos Transliteration C: polyvoskos Beta Code: polu/boskos

English (LSJ)

ον, (βόσκω)

   A much-nourishing, γαῖα Pi.O.7.63.

German (Pape)

[Seite 660] viel weidend, nährend, γαῖα Pind. Ol. 7, 63.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβοσκος: -ον, (βόσκω) ὁ πολλὴν βοσκὴν παρέχων, πολλοὺς τρέφων, γαῖα Πινδ. Ο. 7. 114.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit beaucoup d’êtres.
Étymologie: πολύς, βόσκω.

English (Slater)

πολῠβοσκος, -ον
   1 productive πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις (O. 7.63)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που παρέχει πολλή βοσκή
2. αυτός που παρέχει βοσκή σε πολλούς
3. αυτός στον οποίο βόσκουν πολλοί, αυτός που τρέφει πολλούς («πολύβοσκος γαῖα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βοσκος (< βοσκός), πρβλ. κραιπαλό-βοσκος].

Greek Monotonic

πολύβοσκος: -ον (βόσκω), αυτός που προσφέρει άφθονη βοσκή, σε Πίνδ.