πολύχειρ: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] χέρια, [[πολύχειρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει πολυάριθμο [[σώμα]] στρατιωτών («[[πολύχειρ]] [[δύναμις]]», Ηράκλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χειρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[χείρ]], <i>ἡ</i> «[[χέρι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>εκατόγ</i>-[[χειρ]]].
|mltxt=ο, η, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] χέρια, [[πολύχειρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει πολυάριθμο [[σώμα]] στρατιωτών («[[πολύχειρ]] [[δύναμις]]», Ηράκλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χειρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[χείρ]], <i>ἡ</i> «[[χέρι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>εκατόγ</i>-[[χειρ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύχειρ:''' -χειρος, ὁ, ἡ,·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] χέρια, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αποτελείται από πολυάριθμο [[σώμα]] στρατιωτών, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 01:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχειρ Medium diacritics: πολύχειρ Low diacritics: πολύχειρ Capitals: ΠΟΛΥΧΕΙΡ
Transliteration A: polýcheir Transliteration B: polycheir Transliteration C: polycheir Beta Code: polu/xeir

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ,

   A with many hands, many-handed, Ἐρινύς S.El.488 (lyr.), Arist. Pol.1281b6.    II with a large band of soldiers, A.Pers.83 (lyr.); π. δύναμις Heraclit.All.25.

German (Pape)

[Seite 676] ὁ, ἡ, vielhändig; Aesch. Pers. 83; καὶ πολύπους Ἐρινύς, Soph. El. 480.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς χεῖρας, Σοφ. Ἠλ. 488, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 2. ΙΙ. ὁ ἔχων μέγα σῶμα στρατιωτῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 83.

French (Bailly abrégé)

χειρος (ὁ, ἡ)
1 aux nombreuses mains;
2 pourvu d’une armée nombreuse.
Étymologie: πολύς, χείρ.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά χέρια, πολύχειρος
αρχ.
αυτός που έχει πολυάριθμο σώμα στρατιωτών («πολύχειρ δύναμις», Ηράκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χειρ (< χείρ, «χέρι»), πρβλ. εκατόγ-χειρ].

Greek Monotonic

πολύχειρ: -χειρος, ὁ, ἡ,·
1. αυτός που έχει πολλά χέρια, σε Σοφ.
2. αυτός που αποτελείται από πολυάριθμο σώμα στρατιωτών, σε Αισχύλ.