προσκατηγορέω: Difference between revisions
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />accuser en outre : τινος qqn ; ἐπίδειξίν τινα ἐπὶ χρήμασι THC accuser qqn de vénalité.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κατηγορέω]]. | |btext=-ῶ :<br />accuser en outre : τινος qqn ; ἐπίδειξίν τινα ἐπὶ χρήμασι THC accuser qqn de vénalité.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κατηγορέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσκατηγορέω:''' [[κατηγορώ]] [[επιπλέον]], ἐπίδειξιν [[προσκατηγορέω]], [[κατηγορώ]] κάποιον [[επιπλέον]] για [[επίδειξη]], σε Θουκ.· [[προσκατηγορέω]] τινὸς [[ὅτι]]..., σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A accuse besides, ἐπίδειξιν π. accuse one also of making a display, Th.3.42; π. τινὸς ὅτι . . X.Mem.2.6.34; ὡς . . Plu. Per.32. II in Logic, use an additional name or predicate, Gal. ap. Orib.44.27.2; predicate besides, Dexipp. in Cat.35.18:—Arist. only in Pass., to be predicated besides, Int.19b19, Metaph.1054a16: c. dat., to be predicated of besides, APr.25b22.
German (Pape)
[Seite 768] noch dazu verklagen; Thuc. 3, 42; τινός, Xen. Mem. 2, 6, 34.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
accuser en outre : τινος qqn ; ἐπίδειξίν τινα ἐπὶ χρήμασι THC accuser qqn de vénalité.
Étymologie: πρός, κατηγορέω.
Greek Monotonic
προσκατηγορέω: κατηγορώ επιπλέον, ἐπίδειξιν προσκατηγορέω, κατηγορώ κάποιον επιπλέον για επίδειξη, σε Θουκ.· προσκατηγορέω τινὸς ὅτι..., σε Ξεν.