προκαταγγέλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(34)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[διακηρύσσω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων, [[προαναγγέλλω]] («ὁ δὲ Θεὸς ἃ προκατήγγειλε διὰ στόματος πάντων τῶν προφητῶν αὐτοῡ παθεῑν τὸν Χριστόν», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταγγέλλω]] «[[αναγγέλλω]], [[διακηρύσσω]]»].
|mltxt=ΜΑ<br />[[διακηρύσσω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων, [[προαναγγέλλω]] («ὁ δὲ Θεὸς ἃ προκατήγγειλε διὰ στόματος πάντων τῶν προφητῶν αὐτοῡ παθεῑν τὸν Χριστόν», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταγγέλλω]] «[[αναγγέλλω]], [[διακηρύσσω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προκαταγγέλλω:''' μέλ. <i>-αγγελῶ</i>, [[ανακοινώνω]] ή [[δηλώνω]] από [[πριν]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταγγέλλω Medium diacritics: προκαταγγέλλω Low diacritics: προκαταγγέλλω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΓΓΕΛΛΩ
Transliteration A: prokatangéllō Transliteration B: prokatangellō Transliteration C: prokataggello Beta Code: prokatagge/llw

English (LSJ)

   A announce or declare beforehand, Act.Ap.3.18, J. AJ2.5.2.

German (Pape)

[Seite 728] vorher ankündigen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταγγέλλω: ἀναγγέλλωδιακηρύττω ἐκ τῶν προτέρων, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 18, Ἐπιστ. Β΄ πρ. Κορινθ. θ΄, 5, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 2..

French (Bailly abrégé)

annoncer ou déclarer d’avance.
Étymologie: πρό, καταγγέλλω.

English (Strong)

from πρό and καταγγέλλω; to anounce beforehand, i.e. predict, promise: foretell, have notice, (shew) before.

English (Thayer)

1st aorist προκατηγγελεια; perfect passive participle προκατηγγελμενος; to announce beforehand (that a thing will be): of prophecies — followed by an accusative with an infinitive τί, περί τίνος, pre-announce in the sense of to promise: τί, passive, (Josephus, Antiquities 1,12, 3; 2,9, 4; ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ΜΑ
διακηρύσσω κάτι εκ τών προτέρων, προαναγγέλλω («ὁ δὲ Θεὸς ἃ προκατήγγειλε διὰ στόματος πάντων τῶν προφητῶν αὐτοῡ παθεῑν τὸν Χριστόν», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταγγέλλω «αναγγέλλω, διακηρύσσω»].

Greek Monotonic

προκαταγγέλλω: μέλ. -αγγελῶ, ανακοινώνω ή δηλώνω από πριν, σε Καινή Διαθήκη