προσαναστέλλω: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανακόπτω]], [[εμποδίζω]] επί [[πλέον]] («περιλαβὼν ταῑς ἡνίαις τὸν χαλινὸν [[ἄνευ]] πληγῆς καὶ σπαραγμοῡ προσανέστειλεν [τὸν ἵππον]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαπλάσσω]], [[σχηματίζω]] τα ρουθούνια βρέφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναστέλλω]] «[[συγκρατώ]], [[αναχαιτίζω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανακόπτω]], [[εμποδίζω]] επί [[πλέον]] («περιλαβὼν ταῑς ἡνίαις τὸν χαλινὸν [[ἄνευ]] πληγῆς καὶ σπαραγμοῡ προσανέστειλεν [τὸν ἵππον]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαπλάσσω]], [[σχηματίζω]] τα ρουθούνια βρέφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναστέλλω]] «[[συγκρατώ]], [[αναχαιτίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσαναστέλλω:''' [[κρατώ]] [[πίσω]] [[επιπλέον]], <i>τὸν ἵππον</i>, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαναστέλλω Medium diacritics: προσαναστέλλω Low diacritics: προσαναστέλλω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: prosanastéllō Transliteration B: prosanastellō Transliteration C: prosanastello Beta Code: prosanaste/llw

English (LSJ)

   A hold in, get under control, τὸν ἵππον Plu.Alex.6; mould an infant's nostrils, Sor.1.103.

German (Pape)

[Seite 750] noch dazu anhalten, hemmen, Plut. Alex. 6.

Greek (Liddell-Scott)

προσαναστέλλω: ἀναστέλλω, κρατῶ ὀπίσω προσέτι, τὸν ἵππον Πλουτ. Ἀλέξ. 6.

French (Bailly abrégé)

ramener à soi.
Étymologie: πρός, ἀναστέλλω.

Greek Monolingual

Α
1. ανακόπτω, εμποδίζω επί πλέον («περιλαβὼν ταῑς ἡνίαις τὸν χαλινὸν ἄνευ πληγῆς καὶ σπαραγμοῡ προσανέστειλεν [τὸν ἵππον]», Πλούτ.)
2. διαπλάσσω, σχηματίζω τα ρουθούνια βρέφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναστέλλω «συγκρατώ, αναχαιτίζω»].

Greek Monotonic

προσαναστέλλω: κρατώ πίσω επιπλέον, τὸν ἵππον, σε Πλούτ.