προσνεύω: Difference between revisions
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ [[νεύω]]<br /><b>(αμτβ.)</b> [[συμφωνώ]] νεύοντας καταφατικά, [[συγκατανεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γέρνω]] το [[κεφάλι]] [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζω]] [[κλίση]] [[προς]] μια [[κατεύθυνση]]<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] στην [[πάλη]]) [[πέφτω]] [[επάνω]]<br /><b>4.</b> (για γεωγραφικές θέσεις) [[βλέπω]] [[προς]] μια [[διεύθυνση]] («ἢ πολὺ τὴν Λιβύην κατὰ τοῡτο τὸ [[μέρος]] προσνεύειν ἐπὶ τὴν ἄρκτον», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>αστρολ.</b> (για πλανήτη) [[προσεγγίζω]]<br /><b>6.</b> <b>γραμμ.</b> (για λέξεις ως όρους προτάσεων) [[μπορώ]] να συνταχθώ. | |mltxt=ΝΑ [[νεύω]]<br /><b>(αμτβ.)</b> [[συμφωνώ]] νεύοντας καταφατικά, [[συγκατανεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γέρνω]] το [[κεφάλι]] [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζω]] [[κλίση]] [[προς]] μια [[κατεύθυνση]]<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] στην [[πάλη]]) [[πέφτω]] [[επάνω]]<br /><b>4.</b> (για γεωγραφικές θέσεις) [[βλέπω]] [[προς]] μια [[διεύθυνση]] («ἢ πολὺ τὴν Λιβύην κατὰ τοῡτο τὸ [[μέρος]] προσνεύειν ἐπὶ τὴν ἄρκτον», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>αστρολ.</b> (για πλανήτη) [[προσεγγίζω]]<br /><b>6.</b> <b>γραμμ.</b> (για λέξεις ως όρους προτάσεων) [[μπορώ]] να συνταχθώ. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συγκατανεύω]], [[συναινώ]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A incline or bend towards, Plu.Brut.1. 2 have an inclination or tendency, οὐ προσνεύσαντος οὐδὲ βουληθέντος Plot.5.1.6. II incline, slope towards, Apollod.Poliorc.154.5; lean towards, in wrestling, etc., Gal.6.142 (v.l. for προν-), Antyll. ap. Orib.6.32.4; look towards, Λιβύη π. ἐπὶ τὸν ἄρκτον Str.2.4.3, cf. 13.1.68; προσνεῦον τὸ ἀπαρέμφατον ἀμφοτέραις ταῖς αἰτιατικαῖς A.D.Synt.243.8. 2 Astrol., approach, of planets, Vett.Val.7.14,al.
German (Pape)
[Seite 773] sich wohin neigen, Plut. Brut. 1.
Greek (Liddell-Scott)
προσνεύω: νεύω πρός, συγκατανεύω, κλίνω πρός τινα ὅπως ἀκούσω αὐτόν, προσνεύσαντα πατάξας ἀπέκτεινε Πλουτ. Βροῦτ. 1. καταχρηστικῶς, προσνεῦον τὸ ἀπαρέμφατον ἀμφοτέραις ταῖς αἰτιατικαῖς Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 241· κλίνω πρός τι, προσκλίνω, ἑτέρου προσνεύσαντος Γαλην. τ. 6, σ. 85.
French (Bailly abrégé)
1 se pencher vers, s’incliner;
2 donner son assentiment.
Étymologie: πρός, νεύω.
Greek Monolingual
ΝΑ νεύω
(αμτβ.) συμφωνώ νεύοντας καταφατικά, συγκατανεύω
αρχ.
1. γέρνω το κεφάλι προς το μέρος κάποιου
2. παρουσιάζω κλίση προς μια κατεύθυνση
3. (ιδίως στην πάλη) πέφτω επάνω
4. (για γεωγραφικές θέσεις) βλέπω προς μια διεύθυνση («ἢ πολὺ τὴν Λιβύην κατὰ τοῡτο τὸ μέρος προσνεύειν ἐπὶ τὴν ἄρκτον», Στράβ.)
5. αστρολ. (για πλανήτη) προσεγγίζω
6. γραμμ. (για λέξεις ως όρους προτάσεων) μπορώ να συνταχθώ.
Greek Monotonic
προσνεύω: μέλ. -σω, συγκατανεύω, συναινώ, σε Πλούτ.