προσβραχής: Difference between revisions
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />[[κάπως]] [[ρηχός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βραχύς]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ής</i>]. | |mltxt=-ές, Α<br />[[κάπως]] [[ρηχός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βραχύς]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσβρᾰχής:''' -ές ([[βράχος]]), κάπως [[ρηχός]], σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A somewhat shallow, Str.6.3.6, al.
German (Pape)
[Seite 754] ές, richtigere Lesart statt προβραχής, etwas seicht, Strab. 6, 3, 6, auch 5, 4, 5; vgl. Lob. Phryn. 540.
Greek (Liddell-Scott)
προσβρᾰχής: -ές, κἄπως «ῥηχός», Στράβ. 244 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἡμαρτημένως προβρ-), 282, 308· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 540.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
peu profond ; guéable.
Étymologie: πρός, βράχος².
Greek Monolingual
-ές, Α
κάπως ρηχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + βραχύς, κατά τα επίθ. σε -ής].