προσεπικτάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />acquérir en outre, acc. : τισί τινας des peuples <i>ou</i> des pays qui s’ajoutent à d’autres.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐπικτάομαι]].
|btext=-ῶμαι;<br />acquérir en outre, acc. : τισί τινας des peuples <i>ou</i> des pays qui s’ajoutent à d’autres.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐπικτάομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσεπικτάομαι:''' μέλ. <i>-κτήσομαι</i>, αποθ., [[αποκτώ]] [[επιπλέον]], σε Αριστ.· [[προσεπικτάομαι]] Λυδοῖσί (<i>[[τινάς]]</i>), τους [[προσαρτώ]] στο Λυδικό [[βασίλειο]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεπικτάομαι Medium diacritics: προσεπικτάομαι Low diacritics: προσεπικτάομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΠΙΚΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: prosepiktáomai Transliteration B: prosepiktaomai Transliteration C: prosepiktaomai Beta Code: prosepikta/omai

English (LSJ)

   A gain, acquire besides, τιμήν Arist.Rh.1367b14, cf. PGrenf.1.21.3 (ii B.C.), J.AJ15.6.7; π. Λυδοῖσί [τινας] add them to the Lydian realm, Hdt.1.29.

German (Pape)

[Seite 761] (s. κτάομαι), noch dazu erwerben, Her. 1, 29; Arist. rhet. 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπικτάομαι: ἀποθ., ἐπικτῶμαι προσέτι, τιμὴν Ἀριστ. Ρητορ. 1. 9, 31· πρ. Λυδοῖσί [τινας], προσθέτω [τινὰς] εἰς τὸ Λυδικὸν βασίλειον, Ἡρόδ. 1. 29.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
acquérir en outre, acc. : τισί τινας des peuples ou des pays qui s’ajoutent à d’autres.
Étymologie: πρός, ἐπικτάομαι.

Greek Monotonic

προσεπικτάομαι: μέλ. -κτήσομαι, αποθ., αποκτώ επιπλέον, σε Αριστ.· προσεπικτάομαι Λυδοῖσί (τινάς), τους προσαρτώ στο Λυδικό βασίλειο, σε Ηρόδ.