πρωθήβης: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(35)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και τ. θηλ. πρωθήβη και πρωθῆβις, -ήβεως, Α<br />αυτός που βρίσκεται στην πρώτη [[ακμή]] της ήβης, που διανύει την [[αρχή]] της εφηβικής ηλικίας, ο [[νεαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἥβη</i>].
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και τ. θηλ. πρωθήβη και πρωθῆβις, -ήβεως, Α<br />αυτός που βρίσκεται στην πρώτη [[ακμή]] της ήβης, που διανύει την [[αρχή]] της εφηβικής ηλικίας, ο [[νεαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἥβη</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρωθήβης:''' -ου, ὁ ([[πρῶτος]]), αυτός που βρίσκεται στην πρώτη [[ακμή]] της ήβης, σε Όμηρ.· θηλ. [[πρωθήβη]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωθήβης Medium diacritics: πρωθήβης Low diacritics: πρωθήβης Capitals: ΠΡΩΘΗΒΗΣ
Transliteration A: prōthḗbēs Transliteration B: prōthēbēs Transliteration C: prothivis Beta Code: prwqh/bhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A in the prime of youth, παῖδας πρωθήβας Il.8.518; κοῦροι π. Od.8.263, cf. Epigr. in BpW.32.480 (Delph.): in late Prose, Luc.DMort. 5.2, App.Hisp.65:—fem. πρωθήβη only Od.1.431; also πρωθ-ῆβις, IG14.2122, Hdn.Gr.2.67.

German (Pape)

[Seite 803] ὁ, = πρώθηβος; παῖδας πρωθήβας, Il. 8, 518; κοῦροι πρωθῆβαι, Od. 8, 263; κοῦρος, Ep. ad. 695 a (App. 306); πρωθήβης ἀντὶ γέροντος, Luc. Mort. D. 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πρωθήβης: -ου, ὁ, (πρῶτος) ἐν τῇ πρώτῃ ἀκμῇ τῆς ἥβης, παῖδας πρωθήβας, «πρώτως ἡβῶντας» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 518· κοῦροι πρ. Ὀδ. Θ. 563· οὕτω καὶ παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς· ὡσαύτως παρὰ μεταγενεστ. πεζολόγοις, οἷον Λουκ. ἐν Νεκρ. Διαλ., 5. 2, Ἀππ. Ἰβηρ. 65· - θηλ. προθήβη μόνον ἐν Ὀδ. Α. 431, πρωθήβην ἔτ’ ἐοῦσαν· - Ἕτερον θηλ. πρωθῆβις εὕρηται ἐν Ἡρῳδιανῷ περὶ Ἰλιακῆς Προσῳδίας τ. 2, σ. 67, 32, κ. ἀλλ.· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 532.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui est dans la première jeunesse.
Étymologie: πρῶτος, ἥβη.

English (Autenrieth)

(πρῶτος, ἥβη): in the prime or ‘bloom’ of youth.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και τ. θηλ. πρωθήβη και πρωθῆβις, -ήβεως, Α
αυτός που βρίσκεται στην πρώτη ακμή της ήβης, που διανύει την αρχή της εφηβικής ηλικίας, ο νεαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + ἥβη].

Greek Monotonic

πρωθήβης: -ου, ὁ (πρῶτος), αυτός που βρίσκεται στην πρώτη ακμή της ήβης, σε Όμηρ.· θηλ. πρωθήβη, σε Ομήρ. Οδ.