προμαχεών: Difference between revisions
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῶνος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[προμαχώνας]]. | |mltxt=-ῶνος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[προμαχώνας]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προμᾰχεών:''' -ῶνος, ὁ, [[προπύργιο]], [[προμαχώνας]], Λατ. [[propugnaculum]], σε Ηρόδ., Ξεν.· <i>προμαχέων τοῦ τείχεος</i>, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A breastwork, battlement, in pl., Hdt.1.98, 3.151, X.An.7.8.13; π. ἕνα τοῦ τείχεος Hdt.1.164.
German (Pape)
[Seite 733] ῶνος, ὁ, Schutzwehr, Bollwerk; Her. 1, 98; τοῦ τείχεος, 1, 164. 3, 151; Xen. An. 7, 8, 13.
Greek (Liddell-Scott)
προμᾰχεών: -ῶνος, ὁ, προμαχών, Λατ. propugnaculum, Ἡρόδ. 1. 98, Ξεν. Ἀνάβ. 7, 8, 13· πρ. τοῦ τείχεος Ἡρόδ. 1. 164., 3. 151. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προμαχεών· πύργος».
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
rempart, abri.
Étymologie: προμάχομαι.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
βλ. προμαχώνας.
Greek Monotonic
προμᾰχεών: -ῶνος, ὁ, προπύργιο, προμαχώνας, Λατ. propugnaculum, σε Ηρόδ., Ξεν.· προμαχέων τοῦ τείχεος, σε Ηρόδ.