σαργάνη: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(36)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ταργάνη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πλέγμα]], [[δεσμός]]<br /><b>2.</b> [[καλάθι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>άνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ορκ</i>-<i>άνη</i>, <i>πλεκτ</i>-<i>άνη</i>). Για την [[εναλλαγή]] τών αρκτικών -<i>σ</i>- και -<i>τ</i>-, η οποία, [[κατά]] μία [[άποψη]], οφείλεται σε αττικισμό, <b>πρβλ.</b> [[σεῦτλον]]: [[τεῦτλον]], [[σίλφη]]: [[τίλφη]].
|mltxt=και [[ταργάνη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πλέγμα]], [[δεσμός]]<br /><b>2.</b> [[καλάθι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>άνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ορκ</i>-<i>άνη</i>, <i>πλεκτ</i>-<i>άνη</i>). Για την [[εναλλαγή]] τών αρκτικών -<i>σ</i>- και -<i>τ</i>-, η οποία, [[κατά]] μία [[άποψη]], οφείλεται σε αττικισμό, <b>πρβλ.</b> [[σεῦτλον]]: [[τεῦτλον]], [[σίλφη]]: [[τίλφη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σαργάνη:''' [ᾰ], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[πλέγμα]], [[πλεξίδα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλάθι]], [[κοφίνι]], σε Καινή Διαθήκη (άγν. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαργάνη Medium diacritics: σαργάνη Low diacritics: σαργάνη Capitals: ΣΑΡΓΑΝΗ
Transliteration A: sargánē Transliteration B: sarganē Transliteration C: sargani Beta Code: sarga/nh

English (LSJ)

[γᾰ], ἡ,= ταργάνη,

   A plait, braid, A.Supp.788 codd. (lyr.).    2 basket, Aen.Tact.29.6, Timocl.21.7, 2 Ep.Cor.11.33, Luc.Lex.6, PFlor.269.7 (iii A.D.), PLond.2.236.11 (iv A.D.):—v. σάρκινος 111.

German (Pape)

[Seite 862] ἡ, wie ταργάνη, Flechtwerk, Geflecht; Korb mit Fischen, Timocl. bei Ath. VIII, 339 e u. IX, 407 a; vgl. auch Arist. H. A. 9, 2, Bekker; Flechte, Band, Aesch. μορσίμου βρόχου τυχεῖν ἐν σαργάναις, Suppl. 769; vgl. Luc. Lexiph. 6.

Greek (Liddell-Scott)

σαργάνη: ἡ, ὡς τὸ ταργάνη, πλέγμα, δεσμός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 788. 2) καλάθιον, Τιμοκλ. ἐν «Ληθ.» 1, Λουκ. Λεξιφάν. 6, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ια΄, 33, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
osier tressé ; corbeille.
Étymologie: DELG terme techn. en -άνη, prob. emprunté.

English (Strong)

apparently of Hebrew origin (שָׂרַג); a basket (as interwoven or wicker-work: basket.

Greek Monolingual

και ταργάνη, ἡ, Α
1. πλέγμα, δεσμός
2. καλάθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., η οποία εμφανίζει επίθημα -άνη (πρβλ. ορκ-άνη, πλεκτ-άνη). Για την εναλλαγή τών αρκτικών -σ- και -τ-, η οποία, κατά μία άποψη, οφείλεται σε αττικισμό, πρβλ. σεῦτλον: τεῦτλον, σίλφη: τίλφη.

Greek Monotonic

σαργάνη: [ᾰ], ἡ,
1. πλέγμα, πλεξίδα, σε Αισχύλ.
2. καλάθι, κοφίνι, σε Καινή Διαθήκη (άγν. προέλ.).