ῥυστάζω: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(36) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(θαμ. του [[ῥύομαι]] [ΙΙ]) [[σύρω]] κάποιον ή [[κάτι]] εδώ κι [[εκεί]], [[περιφέρω]] με τη βία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό παράγωγο <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥυ</i>- του [[ἐρύω]] (Ι) «[[τραβώ]], [[σύρω]]», που εμφανίζει δυσερμήνευτο -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ῥυσ</i>-<i>τήρ</i>)]. | |mltxt=Α<br />(θαμ. του [[ῥύομαι]] [ΙΙ]) [[σύρω]] κάποιον ή [[κάτι]] εδώ κι [[εκεί]], [[περιφέρω]] με τη βία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό παράγωγο <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥυ</i>- του [[ἐρύω]] (Ι) «[[τραβώ]], [[σύρω]]», που εμφανίζει δυσερμήνευτο -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ῥυσ</i>-<i>τήρ</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥυστάζω:''' θαμιστικό του *ρύω = [[ἐρύω]], [[σύρω]] πέρα [[δώθε]], [[περιφέρω]] [[βιαίως]], [[τραβολογώ]]· <i>πολλὰῥυστάζεσκεν</i> (γʹ ενικ. Ιων. παρατ.) περὶ [[σῆμα]], (το) έσυρε πολλές φορές γύρω από τον τάφο του Πατρόκλου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δμῳὰς ῥυστάζοντας κατὰ δώματα</i>, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Frequentat. of ἐρύω (A),
A drag about, πολλὰ ῥυστάζεσκεν . . περὶ σῆμα he dragged it many times round the grave of Patroclus, Il.24.755; δμῳὰς . . ῥυστάζοντας ἀεικελίως κατὰ δώματα Od.16.109; cf. sq.
German (Pape)
[Seite 853] frequentat. von ῥυω, ἐρύω, wiederholt ziehen, reißen, hin- und herzerren, wegreißen, schleppen, schleifen; πολλὰ ῥυστάζεσκε περὶ σῆμα, vielmals schleifte er die Leiche des Hektor um das Grabmal, indem er sie an seinem Wagen gebunden fortzog, Il. 24, 755; δμωὰς ἀεικελίως ῥυστάζειν κατὰ δώματα, Od. 16, 109. 20, 319, übh. mißhandeln.
Greek (Liddell-Scott)
ῥυστάζω: θαμιστ. τοῦ ῥυῶ, ἐρύω, ἕλκω, σύρῳ τῄδε κἀκεῖσε περιφέρω βιαίως, πολλὰ ῥυστάζεσκεν… περὶ σῆμα, ἔσυρε πολλάκις περὶ τὸν τάφον τοῦ Πατρόκλου, Ἰλ. Ω. 755· ὀμωὰς ῥυστάζοντας ἀεικελίως κατὰ δώματα, «ἕλκοντας, βιαζομένους» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 109, Υ. 319· πρβλ. τὸ ἑπόμ.· - περὶ τοῦ τύπου πρβλ. τὰ ἑλκυστάζω, ῥυπτάζω.
French (Bailly abrégé)
traîner çà et là pour outrager ou maltraiter.
Étymologie: fréquent. de ῥύομαι.
English (Autenrieth)
(ἐρύω), ipf. iter. ῥυστάζεσκεν: drag about, maltreat, Od. 16.109.
Greek Monolingual
Α
(θαμ. του ῥύομαι [ΙΙ]) σύρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί, περιφέρω με τη βία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό παράγωγο < θ. ῥυ- του ἐρύω (Ι) «τραβώ, σύρω», που εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. ῥυσ-τήρ)].
Greek Monotonic
ῥυστάζω: θαμιστικό του *ρύω = ἐρύω, σύρω πέρα δώθε, περιφέρω βιαίως, τραβολογώ· πολλὰῥυστάζεσκεν (γʹ ενικ. Ιων. παρατ.) περὶ σῆμα, (το) έσυρε πολλές φορές γύρω από τον τάφο του Πατρόκλου, σε Ομήρ. Ιλ.· δμῳὰς ῥυστάζοντας κατὰ δώματα, σε Ομήρ. Οδ.