σκιαγράφημα: Difference between revisions
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΑ, και σκιογράφημα Α [[σκιαγραφώ]]<br /><b>1.</b> [[ιχνογράφημα]] με φωτοσκιάσεις<br /><b>2.</b> (γενικά) [[εικόνα]] που παριστάνει [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] με τις κυριότερες και απλούστερες γραμμές του, [[σκαρίφημα]], [[σκίτσο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (καλ. τέχν.) η [[σκιαγραφία]]<br /><b>2.</b> (μαθ.-φυσ.) το [[προϊόν]] της σκιαγραφίας<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[περιγραφή]] πράγματος ή γεγονότος σε γενικές γραμμές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κενὰ σκιαγραφήματα διανοίας» — αποκυήματα της φαντασίας. | |mltxt=το, ΝΑ, και σκιογράφημα Α [[σκιαγραφώ]]<br /><b>1.</b> [[ιχνογράφημα]] με φωτοσκιάσεις<br /><b>2.</b> (γενικά) [[εικόνα]] που παριστάνει [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] με τις κυριότερες και απλούστερες γραμμές του, [[σκαρίφημα]], [[σκίτσο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (καλ. τέχν.) η [[σκιαγραφία]]<br /><b>2.</b> (μαθ.-φυσ.) το [[προϊόν]] της σκιαγραφίας<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[περιγραφή]] πράγματος ή γεγονότος σε γενικές γραμμές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κενὰ σκιαγραφήματα διανοίας» — αποκυήματα της φαντασίας. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκῐᾱγράφημα:''' -ατος, τό, [[σχέδιο]], [[σκίτσο]], [[ιχνογράφημα]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A painting with the shadows, ἐπειδὴ ἐγγὺς ὥσπερ σκιαγραφήματος γέγονα τοῦ λεγομένου, συνίημι οὐδὲ σμικρόν Pl. Tht.208e; κενὰ -ήματα τῆς διανοίας figments of the imagination, Diog.Oen.7.
German (Pape)
[Seite 897] τό, 1) ein Gemälde mit Schatten u. Licht, bes. ein perspectivisches, Plat. Theaet. 208 e. – 2) eine Abschattung, ein Umriß, adumbratio.
Greek (Liddell-Scott)
σκιᾱγράφημα: τό, ἰχνογράφημα διὰ φωτὸς καὶ σκιᾶς, ἁπλοῦν ἰχνογράφημα, Λατ. adumbratio (πρβλ. σκιαγραφία), ἐπειδὴ ἐγγὺς ὥσπερ σκιαγραφήματος γέγονα τοῦ γενομένου, ξυνίημι οὐδὲ σμικρὸν Πλάτ. Θεαίτ. 208Ε, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 57. 76. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 97.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
dessin ou peinture en perspective.
Étymologie: σκιαγραφέω.
Greek Monolingual
το, ΝΑ, και σκιογράφημα Α σκιαγραφώ
1. ιχνογράφημα με φωτοσκιάσεις
2. (γενικά) εικόνα που παριστάνει πρόσωπο ή πράγμα με τις κυριότερες και απλούστερες γραμμές του, σκαρίφημα, σκίτσο
νεοελλ.
1. (καλ. τέχν.) η σκιαγραφία
2. (μαθ.-φυσ.) το προϊόν της σκιαγραφίας
3. μτφ. περιγραφή πράγματος ή γεγονότος σε γενικές γραμμές
αρχ.
φρ. «κενὰ σκιαγραφήματα διανοίας» — αποκυήματα της φαντασίας.
Greek Monotonic
σκῐᾱγράφημα: -ατος, τό, σχέδιο, σκίτσο, ιχνογράφημα, σε Πλάτ.