σημειογράφος: Difference between revisions

From LSJ

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> όργανο για τη [[μεταβίβαση]] σημάτων από [[πλοίο]] σε [[πλοίο]] βάσει του κώδικα της σήμανσης με βραχίονες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που γράφει [[γρήγορα]] με [[σημεία]], [[στενογράφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σημεῖον]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> όργανο για τη [[μεταβίβαση]] σημάτων από [[πλοίο]] σε [[πλοίο]] βάσει του κώδικα της σήμανσης με βραχίονες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που γράφει [[γρήγορα]] με [[σημεία]], [[στενογράφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σημεῖον]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σημειογράφος:''' [ᾰ], -ον, [[στενογράφος]], [[ταχυγράφος]], [[κρυπτογράφος]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημειογράφος Medium diacritics: σημειογράφος Low diacritics: σημειογράφος Capitals: ΣΗΜΕΙΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: sēmeiográphos Transliteration B: sēmeiographos Transliteration C: simeiografos Beta Code: shmeiogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, (

   A σημεῖον 11.5) shorthand writer, Plu.Cat.Mi.23, Stud.Pont.3.3a (Amisus), CIG3902d (Eumenia), POxy.724.2 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 874] mit gewissen Zeichen, Chiffern schreiben, Geschwindschreiber sein, Plut. Cat. min. 23.

Greek (Liddell-Scott)

σημειογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων μὲ σημεῖα, ταχυγράφος, στενογράφος, κρυπτογράφος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 23, Συλλ. Ἐπιγρ. 3902d· - ἐντεῦθεν -γραφεῖον, τό, τὸ γραφεῖονἐργαστήριον τοῦ γράφοντος μὲ σημεῖα· καὶ -γραφικὴ τέχνη, Βυζ. - ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 78-79.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui écrit en signes convenus, sténographe.
Étymologie: σημεῖον, γράφω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
ναυτ. όργανο για τη μεταβίβαση σημάτων από πλοίο σε πλοίο βάσει του κώδικα της σήμανσης με βραχίονες
μσν.-αρχ.
αυτός που γράφει γρήγορα με σημεία, στενογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημεῖον + -γράφος].

Greek Monotonic

σημειογράφος: [ᾰ], -ον, στενογράφος, ταχυγράφος, κρυπτογράφος, σε Πλούτ.