σκιατροφέω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>tr.</i> élever à l’ombre, <i>càd</i> à la maison, d’une manière trop sédentaire <i>ou</i> molle ; <i>Pass.</i> vivre mollement;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> vivre mollement.<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]], [[τροφή]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>tr.</i> élever à l’ombre, <i>càd</i> à la maison, d’une manière trop sédentaire <i>ou</i> molle ; <i>Pass.</i> vivre mollement;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> vivre mollement.<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]], [[τροφή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκῐᾱτροφέω:''' ή -τρᾰφέω, Ιων. [[σκιητροφέω]], μέλ. <i>-ήσω</i> ([[τρέφω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ανατρέφω]] στη [[σκιά]], δηλ. [[ανατρέφω]] κατ' οίκον, με [[τρυφή]] — Παθ., [[παραμένω]] [[συνεχώς]] στη [[σκιά]], [[αποφεύγω]] τον ήλιο και τον μόχθο, [[διάγω]] καθιστική [[ζωή]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. στην Ενεργ., φορώ στο [[κεφάλι]] μου [[σκιάδιο]] ([[κασκέτο]]), [[καλύπτω]] το [[κεφάλι]] μου, σε Ηρόδ.· <i>ἐσκιατροφηκώς</i>, λέγεται για θηλυπρεπή άντρα, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾱτροφέω Medium diacritics: σκιατροφέω Low diacritics: σκιατροφέω Capitals: ΣΚΙΑΤΡΟΦΕΩ
Transliteration A: skiatrophéō Transliteration B: skiatropheō Transliteration C: skiatrofeo Beta Code: skiatrofe/w

English (LSJ)

Ion. σκῐητροφέω; Att.also σκιᾱτρᾰφέω (v. infr.): (σκιά, τρέφω):—

   A rear in the shade or within doors, i.e. bring up tenderly, σκιατροφοῦντες [τὰ σώματα] Max.Tyr.28.3:—Pass., keep in the shade, shun heat and labour, σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο Hdt.6.12; μὴ σκιατραφούμενος Trag.Adesp.546.8 (v.l. -τροφ-) ; καθῆσθαι καὶ σκιατραφεῖσθαι X.Oec.4.2, cf. Muson.Fr.11p.59H. (-τροφ-, v.l. -τραφ-) ; ἐσκιατραφημένη (v.l. -τροφ-) σωμάτων ἕξις Plu.2.8d; ὁπλίτας ἐσκιατροφημένους Max.Tyr.30.7; of a plant, σκιατροφούμενος growing in the shade, Thphr.CP2.7.4.    II intr. in Act., wear a shade, cover one's head, σκιητροφέουσι, . . τιάρας φορέοντες Hdt.3.12: hence also, like Pass., πλούσιος ἐσκιατροφηκώς a rich effeminate man, opp. πένης ἡλιωμένος one who bears all the heat of the day, Pl.R.556d.    III ἐσκιοτροφημένα f.l. for ἐσκιαγραφημένα in Suid.

German (Pape)

[Seite 898] ionisch σκιητροφέω, intrans., im Schatten erzogen werden, aufwachsen, d. i. im Hause, in der Stube, hinterm Ofen, bei sitzender Lebensart aufwachsen; dah. weichlich, ohne gehörige Abhärtung erzogen werden, eine weichliche Lebensart führen, Her. 3, 12, der eben so auch das pass. braucht, σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο, 6, 12, sie lebten weichlich im Schatten; hier wie bei Plat. Rep. VIII, 556 d, πλουσίῳ ἐσκιατροφηκότι, ist v. l. σκιατραφέω, wie auch Xen. Oec. 4, 2 καθῆσθαι καὶ σκιατραφεῖσθαι sieht; Theophr. u. a. Sp. Vgl. Lob. Phryn. 578.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾱτροφέω: Ἰων. σκιητροφέω· παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως σκιᾱτρᾰφέω, ἴδε κατωτ. καὶ πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 578· (σκιά, τρέφω). Ἀνατρέφω ἐν τῇ σκιᾷ ἢ ἐντὸς τῆς οἰκίας, δηλ. ἀνατρέφω τρυφηλῶς, σκ. τὰ σώματα Μάξ. Τύρ. 28. 3. ― Παθ., μένω ἐν τῇ σκιᾷ συνεχῶς, ἀποφεύγω τὸν ἥλιον καὶ τὸν κόπον, σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο Ἡρόδ. 6. 12· μὴ σκιατραφούμενος Ποιητὴς παρὰ Στοβ. 520. 38· καθῆσθαι καὶ σκιατραφεῖσθαι Ξεν. Οἰκ. 4, 2· ἐσκιατραφημένη σωμάτων ἕξις Πλούτ. 2. 8D· ἐπὶ φυτῶν, φύομαι καὶ αὐξάνομαι ἐν τῇ σκιᾷ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 7, 4. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., φορῶ καλύπτραν ἢ κουκοῦλαν, ἔχω τὴν κεφαλὴν κεκαλυμμένην, σκιητροφέουσι, ... τιάρας φορέοντες Ἡρόδ. 3. 12· ἐντεῦθεν καὶ ὡς τὸ παθητ., πλούσιος ἐσκιατροφηκώς, ἄνθρωπος πλούσιος καὶ ἐκτεθηλυμμένος, ἀντίθετον τῷ, πένης ἡλιωμένος, δηλ. πτωχὸς ἐκτεθειμένος ὅλην τὴν ἡμέραν εἰς τὸν ἥλιον, Πλάτ. Πόλ. 556D, πρβλ. Φαῖδρ. 23C, Pers. Sat. 4. 18, 33.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tr. élever à l’ombre, càd à la maison, d’une manière trop sédentaire ou molle ; Pass. vivre mollement;
2 intr. vivre mollement.
Étymologie: σκιά, τροφή.

Greek Monotonic

σκῐᾱτροφέω: ή -τρᾰφέω, Ιων. σκιητροφέω, μέλ. -ήσω (τρέφω
I. ανατρέφω στη σκιά, δηλ. ανατρέφω κατ' οίκον, με τρυφή — Παθ., παραμένω συνεχώς στη σκιά, αποφεύγω τον ήλιο και τον μόχθο, διάγω καθιστική ζωή, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. αμτβ. στην Ενεργ., φορώ στο κεφάλι μου σκιάδιο (κασκέτο), καλύπτω το κεφάλι μου, σε Ηρόδ.· ἐσκιατροφηκώς, λέγεται για θηλυπρεπή άντρα, σε Πλάτ.