στριβιλικίγξ: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(στον <b>Αριστοφ.</b>) (κωμική λ.) (<b>[[κυρίως]] στη φρ.</b>) «οὐ δ' ἄν [[στριβιλικίγξ]]» — [[ούτε]] ελάχιστο, [[καθόλου]], [[τίποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, σχηματισμένος πιθ. «ποιητικῇ ἀδείᾳ», όπως δηλώνουν το [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i> (<b>πρβλ.</b> [[στρίγξ]], [[λίκιγξ]]) και η [[ομοιοκαταληξία]] τών συλλαβών σε -<i>ι</i>].
|mltxt=Α<br />(στον <b>Αριστοφ.</b>) (κωμική λ.) (<b>[[κυρίως]] στη φρ.</b>) «οὐ δ' ἄν [[στριβιλικίγξ]]» — [[ούτε]] ελάχιστο, [[καθόλου]], [[τίποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, σχηματισμένος πιθ. «ποιητικῇ ἀδείᾳ», όπως δηλώνουν το [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i> (<b>πρβλ.</b> [[στρίγξ]], [[λίκιγξ]]) και η [[ομοιοκαταληξία]] τών συλλαβών σε -<i>ι</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στρῐβῐλῐκίγξ:''' κωμική [[λέξη]], <i>οὐδ' ἄν στρῐβῐλῐκίγξ</i>, [[ούτε]] κατ' ελάχιστον, [[ούτε]] γρυ, [[καθόλου]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρῐβῐλῐκίγξ Medium diacritics: στριβιλικίγξ Low diacritics: στριβιλικίγξ Capitals: ΣΤΡΙΒΙΛΙΚΙΓΞ
Transliteration A: stribilikínx Transliteration B: stribilikinx Transliteration C: strivilikigks Beta Code: stribiliki/gc

English (LSJ)

Comic word, οὐδ' ἂν σ. not

   A the least, not a fraction, Ar.Ach.1035: Sch. cites also στρίβος, a weak fine voice; comparing also λίκιγξ, a bird's voice.

German (Pape)

[Seite 954] nur Ar. Ach. 999, οὐδ' ἂν στριβ., auch nicht das Geringste, nach dem Schol. zusammengesetzt aus στρίβος u. λίκιγξ, welches Wort er durch ἡ ἐλαχίστη βοὴ τοῦ ὀρνέου erklärt.

Greek (Liddell-Scott)

στρῐβῐλῐκίγξ: κωμικὴ λέξις, οὐδ’ ἂν στριβιλικίγξ, οὐδ’ ἐλάχιστον μέρος, οὐδὲ γρῦ, οὐδόλως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1035· ὁ Σχολ. ἐν τόπῳ μνημονεύει καὶ στρίβος, ἀσθενής, λεπτὴ φωνή· παραβάλλων καὶ τὸ λίκιγξ, φωνὴ πτηνοῦ.

French (Bailly abrégé)

adv.
dans la locution οὐδ’ ἂν στριβιλικίγξ AR pas même un rien, pas un chouïa.
Étymologie: DELG invention pop. ou du poète.

Greek Monolingual

Α
(στον Αριστοφ.) (κωμική λ.) (κυρίως στη φρ.) «οὐ δ' ἄν στριβιλικίγξ» — ούτε ελάχιστο, καθόλου, τίποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, σχηματισμένος πιθ. «ποιητικῇ ἀδείᾳ», όπως δηλώνουν το επίθημα -ιγξ (πρβλ. στρίγξ, λίκιγξ) και η ομοιοκαταληξία τών συλλαβών σε -ι].

Greek Monotonic

στρῐβῐλῐκίγξ: κωμική λέξη, οὐδ' ἄν στρῐβῐλῐκίγξ, ούτε κατ' ελάχιστον, ούτε γρυ, καθόλου, σε Αριστοφ.