συναπολογέομαι: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-οῦμαι;<br /><b>1</b> se justifier <i>ou</i> se défendre avec <i>ou</i> en même temps;<br /><b>2</b> prendre la défense de qqn en même temps que de.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπολογέομαι]]. | |btext=-οῦμαι;<br /><b>1</b> se justifier <i>ou</i> se défendre avec <i>ou</i> en même temps;<br /><b>2</b> prendre la défense de qqn en même temps que de.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπολογέομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συναπολογέομαι:''' αποθ., [[συμβάλλω]] στην [[υπεράσπιση]], [[απολογούμαι]], υπερασπίζομαι από κοινού, [[συνηγορώ]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A join in defending, D.24.157,159, Hyp.Lyc.Fr. 3, etc.; σ. τοῖς νόμοις Lex ap.D.24.23; μισθοῦ for hire, Lycurg.138; συναπελογεῖτο is prob. cj. for συνανελογεῖτο in Din.1.28.
German (Pape)
[Seite 1002] dep. med., sich mit, zugleich, zusammen vertheidigen, fut., Dem. 24, 157; auch eines Andern Vertheidigung führen, τοῖς νόμοις, der Gesetze, Dem. 24, 23; D. Hal. 7, 54.
Greek (Liddell-Scott)
συναπολογέομαι: ἀποθ., ἀπὸ κοινοῦ ἀπολογοῦμαι, Δημ. 749. 9, 23, κτλ.· σ. τινα τοῖς νόμοις, παρὰ τῷ αὐτῷ 707. 15· μισθοῦ Λυκοῦργ. 167. 23.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
1 se justifier ou se défendre avec ou en même temps;
2 prendre la défense de qqn en même temps que de.
Étymologie: σύν, ἀπολογέομαι.
Greek Monotonic
συναπολογέομαι: αποθ., συμβάλλω στην υπεράσπιση, απολογούμαι, υπερασπίζομαι από κοινού, συνηγορώ, σε Δημ.