συκάζω: Difference between revisions
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[σῡκον]]<br /><b>1.</b> [[μαζεύω]] ώριμα σύκα<br /><b>2.</b> [[εξετάζω]], [[ερευνώ]] [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[προσοχή]] και [[ακρίβεια]]<br /><b>3.</b> (σε ερωτική [[επαφή]]) [[τρίβω]] [[ελαφρά]] και [[χαϊδεύω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «συκάζειν τὰς συκᾱς» — το [[μάζεμα]] τών σύκων από τις συκιές (<b>[[Πολυδ]].</b>). | |mltxt=Α [[σῡκον]]<br /><b>1.</b> [[μαζεύω]] ώριμα σύκα<br /><b>2.</b> [[εξετάζω]], [[ερευνώ]] [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[προσοχή]] και [[ακρίβεια]]<br /><b>3.</b> (σε ερωτική [[επαφή]]) [[τρίβω]] [[ελαφρά]] και [[χαϊδεύω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «συκάζειν τὰς συκᾱς» — το [[μάζεμα]] τών σύκων από τις συκιές (<b>[[Πολυδ]].</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σῡκάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[συκῆ]]), [[μαζεύω]] ώριμα σύκα, σε Αριστ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
(συκῆ)
A gather or pluck ripe figs, Ar.Av.1699(lyr., with a play on συκοφαντέω, cf. συκαστής), Poll.1.242, etc.; τὰ σῦκα σ. X.Oec.19.19; σ. ἀπὸ δένδρων D.C.56.30; σ. τὰς συκᾶς gather figs from the figtrees, Poll.1.226. II scrutinize, Aristaenet.1.22, Hsch.: hence sens. obsc., Stratt.3. Cf. συκοφαντέω 11.
German (Pape)
[Seite 973] reife Feigen lesen, abbrechen, Schol. Ar. zua. O.; τὰ σῦκα, Xen. Oec. 19, 19; bei Poll. 6, 49 = συκίζω. – Auch betasten, necken, bes. in obscöner Bdtg, nach Hesych. κνίζειν ἐν ταῖς ἐρωτικαῖς ὁμιλίαις; vgl. Strattis bei Ath. XIII, 592 d; u. so emend. Hecker συκάσεται für δικάσεται in Nicarch. 1 (V, 38). – Auch = συκοφαντέω, Ar. Av. 1699, nach Schol.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκάζω: (συκῆ) συλλέγω, δρέπω ὥριμα σῦκα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1699. (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λ. συκοφαντέω, πρβλ. συκαστής), Πολυδ. Α΄, 242, κτλ.· σ. σῦκα Ξεν. Οἰκ. 19, 19· σ. ἀπὸ δένδρων Δίων Κ. 56. 30· σ. τᾶς συκᾶς, συλλέγειν σῦκα ἐκ τῶν συκῶν, Πολυδ. Α΄, 226. ΙΙ. ἐρευνῶ μετὰ περιεργίας καὶ προσοχῆς, ἐξετάζω, Ἀρισταίν. 1. 22, Ἡσύχ.· ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Λαγίσκαν τὴν Ἱπποκράτους παλλακὴν εὑρεῖν με συκάζουσαν Στράττις ἐν «Ἀταλάντῃ» 1. 2· πρβλ. συκοφαντέω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
1 cueillir des figues;
2 tâter, explorer (comme on tâte les figues pour voir si elles sont mûres) ; p. anal. peloter.
Étymologie: συκῆ.
Greek Monolingual
Α σῡκον
1. μαζεύω ώριμα σύκα
2. εξετάζω, ερευνώ κάτι με μεγάλη προσοχή και ακρίβεια
3. (σε ερωτική επαφή) τρίβω ελαφρά και χαϊδεύω
4. φρ. «συκάζειν τὰς συκᾱς» — το μάζεμα τών σύκων από τις συκιές (Πολυδ.).
Greek Monolingual
Α σῡκον
1. μαζεύω ώριμα σύκα
2. εξετάζω, ερευνώ κάτι με μεγάλη προσοχή και ακρίβεια
3. (σε ερωτική επαφή) τρίβω ελαφρά και χαϊδεύω
4. φρ. «συκάζειν τὰς συκᾱς» — το μάζεμα τών σύκων από τις συκιές (Πολυδ.).