συναριθμέω: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> compter avec <i>ou</i> ensemble, additionner;<br /><b>2</b> compter avec <i>ou</i> au nombre de, compter parmi.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀριθμέω]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> compter avec <i>ou</i> ensemble, additionner;<br /><b>2</b> compter avec <i>ou</i> au nombre de, compter parmi.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀριθμέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σῠνᾰριθμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αριθμώ]] μαζί, [[συνυπολογίζω]], [[απαριθμώ]], [[προσμετρώ]], σε Ισαίο· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχίν. — Παθ., αριθμούμαι, απαριθμούμαι μαζί με άλλους, συνυπολογίζομαι, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A reckon in, take into account, enumerate, τὰς ψήφους Is.5.18; αὐτὸ τοῖς φρενιτικοῖς σ. σημείοις Gal.16.521:—Med., Pl. Phlb.23d, Aeschin.2.101, 130:—Pass., to be counted with, ἑκατέροις Arist.Pol.1318a38; to be reckoned in, taken into account, Id.Rh.1363b19, SE167a25, EN1105b1; to be included in enumeration, ib.1097b17, MM1184a16, Thphr.Lap.29. 2 Med., join in receiving payment, POxy.1208.17 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1004] mit, dazu, zusammen zählen; ψήφους, im Ggstz von συγχέω, Is. 5, 18. – Pass., Plat. Phil. 23 d, Arist. eth. 1, 7, 8, Plut. Brut.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰριθμέω: ἀριθμῶ ὁμοῦ, συγκαταριθμῶ, τὰς ψήφους Ἰσαῖ. 52. 26· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Φίληβ. 23D, Αἰσχίν. 41. 22., 45. 19. ― Παθ., συγκαταριθμοῦμαι, ἑκατέροις Ἀριστ. Πολιτ. 6. 4. 5· ὑπολογίζομαι, καταριθμοῦμαι, «λογαριάζομαι», ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. 1. 7, 3, ἐν Σοφιστ. Ἐλέγχ. 5. 5, ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 8, ἐν Ἠθικ. Μεγ. 1. 2, 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 compter avec ou ensemble, additionner;
2 compter avec ou au nombre de, compter parmi.
Étymologie: σύν, ἀριθμέω.
Greek Monotonic
σῠνᾰριθμέω: μέλ. -ήσω, αριθμώ μαζί, συνυπολογίζω, απαριθμώ, προσμετρώ, σε Ισαίο· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχίν. — Παθ., αριθμούμαι, απαριθμούμαι μαζί με άλλους, συνυπολογίζομαι, σε Αριστ.