συναλγέω: Difference between revisions
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> supporter une souffrance avec qqn;<br /><b>2</b> compatir à, dat. <i>ou</i> acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀλγέω]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> supporter une souffrance avec qqn;<br /><b>2</b> compatir à, dat. <i>ou</i> acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀλγέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συναλγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> μοιράζομαι τις συμφορές κάποιου, [[συμπάσχω]], [[συμπονώ]], [[αισθάνομαι]] [[συμπάθεια]], συμπόνοια, σε Σοφ.· απόλ., <i>οἱ ξυναλγοῦντες</i>, σύντροφοι στον πόνο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. πράγμ., [[αισθάνομαι]], [[εκφράζω]] [[συμπάθεια]] σε [[κάτι]] ή για [[κάτι]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A share in suffering, S.Aj.253 (lyr.): c. dat. pers., with a person, Arist.EN1166a7, etc. 2 abs., δήλωσον ἡμῖν τοῖς ξυναλγοῦσιν τύχας reveal them to us who are partners in his sorrow, S.Aj. 283, cf. E.Alc.633, HF1202, Antipho 3.2.8, Pl.R.462d; τῇ ψυχῇ in one's soul, D.18.287; τῇ διανοίᾳ Arist.Pr.887a16. 3 c. dat. rei, sympathize, show sympathy at or in, ταῖς σαῖς τύχαις A.Pr.290 (anap.); σοῖς κακοῖς E.Rh.807; τοῖς λυπηροῖς Arist.Rh.1381a5; τῇ δυστυχίᾳ αὐτῶν Gal.6.754. II ache or be painful as well, ἔτι δὲ καὶ ψόαι καὶ ἰσχία σ. τισί Sor.2.31.
German (Pape)
[Seite 998] mit oder zugleich Schmerz haben, empfinden, mit leiden; ταῖς σαῖς δὲ τύχαις, ἴσθι, συναλγῶ, Aesch. Prom. 288; Soph. Ai. 276; πεφόβημαι λιθόλευστον Ἄρη ξυναλγεῖν μετὰ τοῦδε τυπείς, 248; Eur. Alc. 636 und öfter; Antipho 3 β 8; πᾶσα ἡ κοινωνία ἅμα ξυνήλγησε μέρους πονήσαντος ὅλη, Plat. Rep. V, 462 d. Auch = Mitleid haben, bezeigen, τινί, Plut. consol. ad Apoll. i. A.
Greek (Liddell-Scott)
συναλγέω: ἀλγῶ, πονῶ, λυποῦμαι μετά τινος, μετὰ τοῦδε Σοφ. Αἴ. 253· μετὰ δοτ. προσώπου, μετά τινος προσώπου, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 4. 1, κτλ. 2) ἀπολ., δήλωσον ἡμῖν τοῖς ξυναλγοῦσιν τύχας, φανέρωσον εἰς ἡμᾶς τοὺς μετέχοντας τῆς θλίψεως αὐτοῦ, Σοφ. Αἴ 283· πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 633, Ἡρ. Μαιν. 1202, Ἀντιφῶντα 122. 4, Πλάτ. Πολ. 462D· τῇ ψυχῇ Δημ. 321, 19· τῇ διανοίᾳ Ἀριστ. Προβλ. 6. 7· ― ἀλλά, 3) μετὰ δοτ. πράγμ., συμπαθῶ, αἰσθάνομαι συμπάθειαν πρός τι ἢ διά τι πρᾶγμα, ταῖς σαῖς τύχαις Αἰσχύλ. Πρ. 288· σοῖς κακοῖς Εὐρ. Ρῆσ. 807· τοῖς λυπηροῖς Ἀριστ. Ρητ. 2. 4. 3.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 supporter une souffrance avec qqn;
2 compatir à, dat. ou acc..
Étymologie: σύν, ἀλγέω.
Greek Monotonic
συναλγέω: μέλ. -ήσω,
1. μοιράζομαι τις συμφορές κάποιου, συμπάσχω, συμπονώ, αισθάνομαι συμπάθεια, συμπόνοια, σε Σοφ.· απόλ., οἱ ξυναλγοῦντες, σύντροφοι στον πόνο, στον ίδ.
2. με δοτ. πράγμ., αισθάνομαι, εκφράζω συμπάθεια σε κάτι ή για κάτι, σε Αισχύλ., Ευρ.