συνδιαβιβάζω: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] κάποιον ή [[κάτι]] διά μέσου μιας περιοχής ή [[διαπεραιώνω]] κάποιον ή [[κάτι]] στο [[απέναντι]] [[μέρος]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] στη [[μεταφορά]] προσώπων ή πραγμάτων. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] κάποιον ή [[κάτι]] διά μέσου μιας περιοχής ή [[διαπεραιώνω]] κάποιον ή [[κάτι]] στο [[απέναντι]] [[μέρος]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] στη [[μεταφορά]] προσώπων ή πραγμάτων. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνδιαβιβάζω:''' μτβ. του [[συνδιαβαίνω]], [[διαβιβάζω]] από κοινού [[απέναντι]] ή μέσα από, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 31 December 2018
English (LSJ)
causal of συνδιαβαίνω,
A carry through or over together, Pl.Lg.892e, X.HG6.2.10; help to convey across, τὴν στρατιάν Plu.Luc. 4.
German (Pape)
[Seite 1007] mit oder zugleich durch- od. überführen; Plat. Legg. X, 892 e; τὴν στρατιάν, Plut. Lucull. 4.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαβῐβάζω: μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ συνδιαβαίνω, διαβιβάζω ὁμοῦ διὰ μέσου τινὸς ἢ ἀπέναντι, Πλάτ. Νόμ. 892E, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 10.
French (Bailly abrégé)
faire traverser avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, διαβιβάζω.
Greek Monolingual
Α
1. μεταφέρω κάποιον ή κάτι διά μέσου μιας περιοχής ή διαπεραιώνω κάποιον ή κάτι στο απέναντι μέρος μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
2. βοηθώ στη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων.
Greek Monolingual
Α
1. μεταφέρω κάποιον ή κάτι διά μέσου μιας περιοχής ή διαπεραιώνω κάποιον ή κάτι στο απέναντι μέρος μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
2. βοηθώ στη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων.
Greek Monotonic
συνδιαβιβάζω: μτβ. του συνδιαβαίνω, διαβιβάζω από κοινού απέναντι ή μέσα από, σε Ξεν.