σχηματοποιέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
(eksahir)
(6)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[dar cierta forma]]
|esgtx=[[dar cierta forma]]
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχημᾰτοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σχηματίζω]], διαπλάθω, [[μορφοποιώ]], [[δίνω]] σε [[κάτι]] συγκεκριμένο [[σχήμα]], [[διαμορφώνω]] — Παθ., [[λαμβάνω]] ένα ορισμένο [[σχήμα]] ή μια συγκεκριμένη [[θέση]] ή [[στάση]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχημᾰτοποιέω Medium diacritics: σχηματοποιέω Low diacritics: σχηματοποιέω Capitals: ΣΧΗΜΑΤΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: schēmatopoiéō Transliteration B: schēmatopoieō Transliteration C: schimatopoieo Beta Code: sxhmatopoie/w

English (LSJ)

   A bring into a certain form or shape, σ. τι οἷον ἂν θέλωσι Thphr.HP9.4.10; -ποιοῦσα γραμμή a line forming a figure, Procl. in Euc.p.111 F.:—Pass., take a certain shape or posture, X.Eq.10.5: Rhet., to have a particular character or air, Aristid.Rh.2p.535S.    2 Med., represent in pantomime, Poll.4.95.

German (Pape)

[Seite 1055] formen, gestalten, bilden, eine Form, Gestalt machen, geben, Theophr. u. a. Sp. – Im med. wie σχηματίζομαι, eine Gestalt, Haltung des Leibes annehmen, Xen. Equ. 10, 5; dah. von Pantomimen, durch Haltung u. Gebehrden eine Handlung darstellen.

Greek (Liddell-Scott)

σχημᾰτοποιέω: σχηματίζωδιαπλάσσω τι, δίδω εἰς αὐτὸ σχῆμά τι ἐνταῦθα καὶ σχηματοποιεῖν (τὸν λιβανωτὸν) ἐπὶ τῶν δένδρων οἷον ἂν θέλωσιν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 9, 10. ― Παθ., ὡς τὸ σχηματίζομαι, λαμβάνω ὡρισμένον τι σχῆμα ἢ ὡρισμένην θέσιν ἢ στάσιν, Ξενοφ. Ἱππ. 10, 5· ἐν τῇ Ρητορ., ἔχω ἴδιόν τινα χαρακτῆρα ἢ ἔκφρασιν, Λατιν. colorari, Ἀριστείδ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 9. 441. 2) Μέσ., παντομιμικῶς παριστάνω, Πολυδ. Δ΄, 95.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
donner une forme, former, figurer, façonner;
Moy. σχηματοποιέομαι-οῦμαι;
1 prendre un air, se donner un maintien;
2 avoir un caractère particulier en parl. d’un écrivain.
Étymologie: σχῆμα, ποιέω.

Spanish

dar cierta forma

Greek Monotonic

σχημᾰτοποιέω: μέλ. -ήσω, σχηματίζω, διαπλάθω, μορφοποιώ, δίνω σε κάτι συγκεκριμένο σχήμα, διαμορφώνω — Παθ., λαμβάνω ένα ορισμένο σχήμα ή μια συγκεκριμένη θέση ή στάση, σε Ξεν.