ταυρόπους: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν, Α<br />(για ποτάμιο θεό) αυτός που έχει πόδια ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐλαφό</i>-[[πους]])]. | |mltxt=-ουν, Α<br />(για ποτάμιο θεό) αυτός που έχει πόδια ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐλαφό</i>-[[πους]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ταυρόπους:''' ὁ, ἡ, ταυρόπουν, τό, αυτός που έχει πόδια ταύρου, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,
A bull-footed, σῆμα, of a rivergod, E.IA275 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1074] ποδος, ὁ, ἡ, stierfüßig, Eur. I. A. 275, ταυρόπουν σῆμα.
Greek (Liddell-Scott)
ταυρόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων πόδας ταύρου, τ. σῆμα, ἐπὶ ποταμίου τινὸς θεοῦ, Εὐρ. Ι. Α. 275.
French (Bailly abrégé)
ποδος (ὁ, ἡ)
aux pieds de taureau.
Étymologie: ταῦρος, πούς.
Greek Monolingual
-ουν, Α
(για ποτάμιο θεό) αυτός που έχει πόδια ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + πούς, ποδός (πρβλ. ἐλαφό-πους)].
Greek Monotonic
ταυρόπους: ὁ, ἡ, ταυρόπουν, τό, αυτός που έχει πόδια ταύρου, σε Ευρ.