σύγκωλος: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει τα [[άκρα]] του [[στενά]] συνδεδεμένα το ένα με το [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῶλον]] «[[μέλος]] του σώματος, [[άκρο]]»)]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει τα [[άκρα]] του [[στενά]] συνδεδεμένα το ένα με το [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῶλον]] «[[μέλος]] του σώματος, [[άκρο]]»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σύγκωλος:''' -ον ([[κῶλον]]), αυτός που τα [[μέλη]] του είναι [[πολύ]] κοντά το ένα στο [[άλλο]], [[συμπαγής]] στη [[διάπλαση]] του σώματος, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with limbs set close together, σκέλη X.Cyn.5.30.
German (Pape)
[Seite 971] mit verbundenen, zusammensitzenden Gliedern, dicht an einander, Xen. Cyn. 5, 30.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκωλος: -ον, εὐπαγής, σκέλη Ξεν. Κυν. 5. 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les pattes de devant sont rapprochées en parl. d’un lièvre.
Étymologie: σύν, κῶλον.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τα άκρα του στενά συνδεδεμένα το ένα με το άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κωλος (< κῶλον «μέλος του σώματος, άκρο»)].
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τα άκρα του στενά συνδεδεμένα το ένα με το άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κωλος (< κῶλον «μέλος του σώματος, άκρο»)].
Greek Monotonic
σύγκωλος: -ον (κῶλον), αυτός που τα μέλη του είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο, συμπαγής στη διάπλαση του σώματος, σε Ξεν.