τερατολόγος: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[τερατολόγος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και τερατολόγα Ν<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που λέει τερατολογίες, φανταστικές ιστορίες σχετικά με αλλόκοτα ή παράδοξα πράγματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός έχει την [[τάση]] να λέει τερατολογίες<br /><b>2.</b> [[επιστήμονας]] [[βιολόγος]] [[ειδικός]] στην [[τερατολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός για τον οποίο λέγονται θαυμαστά και παράδοξα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρας]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=-ο / [[τερατολόγος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και τερατολόγα Ν<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που λέει τερατολογίες, φανταστικές ιστορίες σχετικά με αλλόκοτα ή παράδοξα πράγματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός έχει την [[τάση]] να λέει τερατολογίες<br /><b>2.</b> [[επιστήμονας]] [[βιολόγος]] [[ειδικός]] στην [[τερατολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός για τον οποίο λέγονται θαυμαστά και παράδοξα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρας]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τερᾰτολόγος:''' ὁ ([[λέγω]]), αυτός που μιλάει για θαυμαστά και παράδοξα πράγματα, [[εκπληκτικός]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτολόγος Medium diacritics: τερατολόγος Low diacritics: τερατολόγος Capitals: ΤΕΡΑΤΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: teratológos Transliteration B: teratologos Transliteration C: teratologos Beta Code: terato/logos

English (LSJ)

(parox.), ὁ,

   A marvel-monger, Poll.9.147 (citing Plato, v. 11), Philostr.V A3.32.    II Adj., in pass. sense, portentous, φύσεις Pl.Phdr.229e.

German (Pape)

[Seite 1092] 1) von Naturwundern, auffallenden, wunderbaren Erscheinungen od. Begebenheiten, bes. latwen, welche wan als bedeutungsvolle Vorzeichen nettawiet, sprechend, sie erklärend, Sp. – 2) auch pass. wavon Wunderdinge erzählt werden, wunderbar, widernatürlich, φύσεις Plat. Phaedr. 229 e.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτολόγος: ὁ, ὁ τερατολογῶν, ὁ θαυμαστὰ καὶ παράδοξα μυθεύων, Φιλόστρ. 123, Πολυδ. Θ΄, 147. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐπὶ παθητ. σημασίας, ὁ περὶ οὗ θαυμαστὰ καὶ τερατώδη λέγονται, τερατώδης, Γοργόνων καὶ Πηγάσων καὶ ἄλλων ἀμηχάνων... καὶ ἀτοπίαι τερατολόγων τινῶν φύσεων Πλάτ. Φαῖδρ. 229Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui raconte des histoires de choses extraordinaires;
2 au sujet de qui l’on raconte des choses prodigieuses.
Étymologie: τέρας, λέγω³.

Greek Monolingual

-ο / τερατολόγος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και τερατολόγα Ν
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που λέει τερατολογίες, φανταστικές ιστορίες σχετικά με αλλόκοτα ή παράδοξα πράγματα
νεοελλ.
1. αυτός έχει την τάση να λέει τερατολογίες
2. επιστήμονας βιολόγος ειδικός στην τερατολογία
αρχ.
(με παθ. σημ.) αυτός για τον οποίο λέγονται θαυμαστά και παράδοξα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -λόγος].

Greek Monotonic

τερᾰτολόγος: ὁ (λέγω), αυτός που μιλάει για θαυμαστά και παράδοξα πράγματα, εκπληκτικός, σε Πλάτ.