τερθρεύομαι: Difference between revisions
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
(41) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[κάνω]] [[χρήση]] σοφιστικής, σχολαστικής λεπτολογίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρθρον]] με αρχική σημ. «[[άκρο]], [[τέρμα]], [[σημείο]] αιχμής». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε με μεταφορική σημ. για να δηλώσει την εξονυχιστική, σχολαστική [[ενασχόληση]] με ένα [[θέμα]] (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>spitzfindig</i> [[λεπτομερώς]], σχολαστικά» <span style="color: red;"><</span> <i>Spitze</i> «[[άκρη]], [[αιχμή]]» <span style="color: red;">+</span> <i>finden</i> «[[βρίσκω]]» και γαλλ. <i>pointiller</i> «[[λεπτολογώ]]» <span style="color: red;"><</span> <i>pointe</i> «[[αιχμή]], [[άκρη]]»)]. | |mltxt=Α<br />[[κάνω]] [[χρήση]] σοφιστικής, σχολαστικής λεπτολογίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρθρον]] με αρχική σημ. «[[άκρο]], [[τέρμα]], [[σημείο]] αιχμής». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε με μεταφορική σημ. για να δηλώσει την εξονυχιστική, σχολαστική [[ενασχόληση]] με ένα [[θέμα]] (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>spitzfindig</i> [[λεπτομερώς]], σχολαστικά» <span style="color: red;"><</span> <i>Spitze</i> «[[άκρη]], [[αιχμή]]» <span style="color: red;">+</span> <i>finden</i> «[[βρίσκω]]» και γαλλ. <i>pointiller</i> «[[λεπτολογώ]]» <span style="color: red;"><</span> <i>pointe</i> «[[αιχμή]], [[άκρη]]»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τερθρεύομαι:''' αποθ., [[χρησιμοποιώ]] τεχνάσματα και απάτες, σε Δημ. (Πιθ. συνηρ. από το [[τερατεύομαι]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A use extreme subtlety, Arist. Top.156b38, Plu.2.43a, Gal.UP6.12, dub. cj. by Bgk. in Ar.Fr.198.9, cf. Pherecr.18 (dub.); τ. περί τινος D.61.15.
German (Pape)
[Seite 1093] dep. med., viel seltener act. τερθρεύω, Gaukeleien od. Blendwerk machen, bes. leeres, spitzfindiges Geschwätz führen, schwatzen; μάτην τερθρευώμεθα, Dem. 61, 15; Arist. Top. 8, 1; Plut. de audit. 7, auch = betrügen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
τερθρεύομαι: ποιοῦμαι χρῆσιν τεχνασμάτων καὶ ἀπάτης καὶ ἀγυρτίας, Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 17, Πλ. 2. 43Α, ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk. ἐν Ἀριστοφάνους «Δαιταλεῦσι» 16. 9· τ. περί τινος Δημ. 1405. 27· - οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Αἰλ. π. Ζ. 10. 24.
Greek Monolingual
Α
κάνω χρήση σοφιστικής, σχολαστικής λεπτολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον με αρχική σημ. «άκρο, τέρμα, σημείο αιχμής». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε με μεταφορική σημ. για να δηλώσει την εξονυχιστική, σχολαστική ενασχόληση με ένα θέμα (πρβλ. γερμ. spitzfindig λεπτομερώς, σχολαστικά» < Spitze «άκρη, αιχμή» + finden «βρίσκω» και γαλλ. pointiller «λεπτολογώ» < pointe «αιχμή, άκρη»)].
Greek Monotonic
τερθρεύομαι: αποθ., χρησιμοποιώ τεχνάσματα και απάτες, σε Δημ. (Πιθ. συνηρ. από το τερατεύομαι).