τρίκρανος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τρία]] κεφάλια, [[τρικέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κρᾶνος</i>, <b>βλ. λ.</b> [[κρανίο]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κρανος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τρία]] κεφάλια, [[τρικέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κρᾶνος</i>, <b>βλ. λ.</b> [[κρανίο]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κρανος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρίκρᾱνος:''' -ον, αυτός που έχει [[τρία]] κεφάλια, [[τρικέφαλος]], λέγεται για τον Κέρβερο, σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 02:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίκρᾱνος Medium diacritics: τρίκρανος Low diacritics: τρίκρανος Capitals: ΤΡΙΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: tríkranos Transliteration B: trikranos Transliteration C: trikranos Beta Code: tri/kranos

English (LSJ)

ον,

   A three-headed, Ἅιδου σκύλαξ, of Cerberus, S.Tr.1098, cf. E.HF611,1277; μήτηρ τ., of Rhea, prob. in CIG4121 (Galatia).

German (Pape)

[Seite 1144] dreiköpfig; der Kerberus, Ἅιδου σκύλαξ, Soph. Trach. 1088; κύων, Eur. Herc. Fur. 1277.

Greek (Liddell-Scott)

τρίκρᾱνος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς κεφαλάς, τρικέφαλος, ἐπὶ τοῦ Κερβέρου, Σοφ. Τρ. 1078, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 611, 1277· μήτηρ τρ., ἡ Ρέα, Συλλ. Ἐπιγρ. 4122.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τρικάρηνος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τρία κεφάλια, τρικέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κρανος (< κρᾶνος, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. πολύ-κρανος].

Greek Monotonic

τρίκρᾱνος: -ον, αυτός που έχει τρία κεφάλια, τρικέφαλος, λέγεται για τον Κέρβερο, σε Σοφ., Ευρ.