τροπόω: Difference between revisions

From LSJ

Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>pf. Pass.</i> τετρόπωμαι;<br />fixer la rame avec la courroie d’attache;<br /><i><b>Moy.</b></i> τροπόομαι-οῦμαι (<i>ao.</i> ἐτροπωσάμην) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[τροπός]].
|btext=-ῶ :<br /><i>pf. Pass.</i> τετρόπωμαι;<br />fixer la rame avec la courroie d’attache;<br /><i><b>Moy.</b></i> τροπόομαι-οῦμαι (<i>ao.</i> ἐτροπωσάμην) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[τροπός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τροπόω:''' μέλ. <i>τροπώσω</i>, ([[τροπός]]) [[εφοδιάζω]] το [[κουπί]] με [[τροπωτήρα]] — Μέσ., <i>τροποῦτο κώπηνἀμφὶ σκαλμόν</i>, προσέδεσε το [[κουπί]] στο σκαλμό με τον [[τροπωτήρα]], σε Αισχύλ. — Παθ., λέγεται για το [[κουπί]], είμαι εφοδιασμένος με [[τροπωτήρα]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροπόω Medium diacritics: τροπόω Low diacritics: τροπόω Capitals: ΤΡΟΠΟΩ
Transliteration A: tropóō Transliteration B: tropoō Transliteration C: tropoo Beta Code: tropo/w

English (LSJ)

(A), (τρόπος)

   A like τρέπω, make to turn, put to flight, LXX Jd.4.23, 20.35 (v.l.), Wilcken Chr.11 A40 (ii B. C.):—so in Med., LXX 2 Ki.8.1, al., D.H.2.50, Sammelb.5829.2.
τροπ-όω (B), (τροπός)

   A furnish the oar with its thong, in Med., ναυβάτης τ' ἀνὴρ τροποῦτο κώπην σκαλμὸν ἀμφ' εὐήρετμον fastened his oar by its thong round the thole, A.Pers.376; τροπώσασθαι ναῦν Poll.1.87:—Pass., of the oar, to be furnished with its thong, Ar.Ach.553, Luc.Cat.1.

Greek (Liddell-Scott)

τροπόω: (τρόπος) ὡς τὸ τρέπω, κάμνω τινὰ νὰ τραπῇ, τρέπω εἰς φυγήν, νικῶ, Ἑβδ. (Κριτ. Δ΄, 23, πρβλ. διάφορ. γραφ. ἐν κεφ. Κ΄, 35)· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Διον. Ἁλ. 2. 50.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pf. Pass. τετρόπωμαι;
fixer la rame avec la courroie d’attache;
Moy. τροπόομαι-οῦμαι (ao. ἐτροπωσάμην) m. sign.
Étymologie: τροπός.

Greek Monotonic

τροπόω: μέλ. τροπώσω, (τροπός) εφοδιάζω το κουπί με τροπωτήρα — Μέσ., τροποῦτο κώπηνἀμφὶ σκαλμόν, προσέδεσε το κουπί στο σκαλμό με τον τροπωτήρα, σε Αισχύλ. — Παθ., λέγεται για το κουπί, είμαι εφοδιασμένος με τροπωτήρα, σε Αριστοφ.